Showing posts with label art in context. Show all posts
Showing posts with label art in context. Show all posts

Monday, May 20, 2024

Η ποιητική γραφή στο τεχνοκριτικό και επιμελητικό λόγο: ανάμεσα στην διατάραξη και την αμεσότητα του νοήματος.


Η χρήση του ποιητικού λόγου ενώ χρησιμεύει για την διατάραξη του συνεκτικού νοήματος ταυτόχρονα μπορεί να το συμπυκνώνει και να το καθιστά πιο άμεσο από οποιοδήποτε ίσως άλλο είδος κριτικής σκέψης.  Η θέση μου είναι ότι η χρήση μιας ποιητικής γραφής στην ανάλυση του έργου τέχνης μπορεί να αναδείξει ιδέες με έναν μοναδικό και πολυεπίπεδο τρόπο χωρίς απαραίτητα να μειώσει την κριτική της ικανότητα. 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια σύγκληση ανάμεσα στην τεχνοκριτική και σε κάποιες πτυχές του θεωρητικού επιμελητικού λόγου οι οποίες λειτουργούν λίγο πολύ ως συγκοινωνούντα δοχεία. Αρκετά συχνά τόσο ο τεχνοκριτικός όσο και ο επιμελητής θα υποστηρίξουν κάποιες κομψές παραλλαγές ήδη αφομοιωμένων εννοιών, βασισμένων σε κείμενα και σε θέσεις που αντανακλούν το κοινωνικό ήθος της εποχής, το ταλαιπωρημένο zeitgeist.

Σε αυτές τις περιπτώσεις όταν διαβάζω τα επιμελητικά κείμενα που συνοδεύουν συνήθως τις ομαδικές εκθέσεις οι προθέσεις γίνονται εύκολα αντιληπτές, και όλα μοιάζουν σαν να έχουν ειπωθεί από πριν. Δεν είναι μόνο ότι μέσα στο πλαίσιο των trends μιας διανοητικής μόδας επαναλαμβάνουν εν μέρει το ένα το άλλο μέσα από τις ίδιες θεματικές περιοχές και τις γνωστές διαδρομές σκέψης αλλά αυτό που επαναλαμβάνεται αφορά και το ύφος μιας συγκεκριμένης γραφής. Kαι αυτό είναι ακόμη χειρότερο. Επιπλέον θα έλεγα ότι αποκτάει πια τις διαστάσεις μιας “κοινοτοπίας του κακού” η ευκολία της πρόσβασης στο τοπίο του ΑΙ . Είναι η κυρίαρχη επιλογή στη πρόθεση της βελτιστοποίησης ενός προβλεπόμενου λόγου ; Το σίγουρο είναι ότι η πρωτότυπη σκέψη υποφέρει και η επιθυμητή εικόνα είναι η ομογενοποίηση του κειμένου με τη βατή και εύληπτη δομή των επιχειρημάτων. Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το ChatGPT σκοπεύουμε στην  ενιαιοποίηση της γραφής, να είναι ακόμη πιο τυπική από την προηγουμένη φορά που το επιχειρήσαμε.


Δεν μ’ εκπλήσσει λοιπόν ότι ο ιστορικός τέχνης, ο επιμελητής, ο δημοσιογράφος και ο ακαδημαϊκός στοχαστής θέλει να αποφύγει το άγχος της τυχαίου και να καλύψει το νοηματικό κενό των εικαστικών έργων με μια γραφή που δεν θα της “ξεφύγει” κάτι. Αυτό συνέβαινε πάντοτε άλλα η έγνοια για τη χρήση μιας αιτιώδους αφήγησης υπαγορεύεται επιπλέον και από τις αριθμημένες προτάσεις του ΑΙ. 


Ο νεοπραγματιστής στοχαστής RicharRorty στην μελέτη του για την “Τυχαιότητα, Ειρωνεία, Αλληλεγγύη” (Contingency, Irony, and Solidarity, 1989) στρέφεται αποφασιστικά στην αποδοχή της τυχαίου μέσω της λογοτεχνίας σε αντίθεση με τις γλωσσικές κατασκευές του θεωρητικού λόγου που στοχεύουν σε μια γνωσιολογική κατεύθυνση. Ο Αμερικανός φιλόσοφος μας υπενθυμίζει ότι ο Nietzsche πίστευε ότι μόνο οι ποιητές μπορούσαν να αντιληφθούν πραγματικά την τυχαιότητα 1. Για μας τους υπόλοιπους  συνήθως επιμένουμε πως, στην πραγματικότητα, υπάρχει μόνο μια αληθινή περιγραφή της ανθρώπινης συνθήκης και ο  γραπτός λόγος που συγκροτούμε είναι μια “άσκηση” προσπεράσματος του τυχαίου. 


Οτιδήποτε δε μπορεί να αιτιολογηθεί και να συγκροτηθεί γύρω από μια ιστορική συνέχεια θεωρείται ότι εκφέρει ένα γνωσιολογικό κενό, μια επιπολαιότητα στο χειρισμό της σκέψης και της γραφής. Μια σύλληψη που είναι ασυνεχής και που δεν εντάσσεται σε ομάδες με γένη και υποείδη εκφέρει την αίσθηση ότι χάνεται ο έλεγχος της ερμηνείας. Όμως υπάρχει ένας κόσμος που είναι μεγαλύτερος  αποτην στενότητα εννοιών σφυρηλατημένων από κάποια παράδοση, ένας κόσμος του οποίου η φιλοσοφική απορία του Αριστοτέλη αφήνει ένα διάνοιγμα ώστε εμείς ως επινοητές χαράζουμε το δικό μας αποτύπωμα γνωρίζοντας ότι πάντα θα μας διαφεύγει κάτι στο σύνολο. 

Το ερώτημα περί της ουσίας και στην περίπτωση της επιμελητικής και τεχνοκριτικής γραφής, η ουσία που αφορά στο έργο η το σύνολο της ενότητας του καλλιτέχνη είναι μόνο μια γνώμη. Για τον Nietzsche στην τρίτη πραγματεία της “γενεαλογίας της ηθικής”(1887) το νόημα επιτρέπει μια ρευστή συνθήκη, την αποκρυπτογράφηση άλλων νοημάτων. Για τον Γερμανό στοχαστή που όρισε ένα τεράστιο πεδίο πρωτοτυπίας στη σκέψη και στη γραφή της σκέψης το “θεωρείται¨ είναι το πραγματικό “είναι”. Το νόημα δεν έχει σταθερή βάση, είναι κάτι που εξελίσσεται. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Gilles Deleuze στο γνωστό κείμενο που αναφέρεται στην ανωτερότητα της αγγλοαμερικανικής λογοτεχνίας έναντι της γαλλικής θα υποστηρίξει κάτι παρόμοιο ότι η γραμματική και ο συλλογισμός δεν έχουν ως στόχο την υποταγή των συνδέσμων στο ρήμα “Είναι” 3. Ο Deleuze μας παροτρύνει να προχωρήσουμε πιο μακρυά, να υποσκάψουμε το “Είναι” ώστε να καταρρεύσει. Στη συνέχεια μας προτείνει να το αντικαταστήσουμε με το “Και”. Το “Και” μας βοηθάει να διαπιστώσουμε ότι οι σχέσεις ξεφεύγουν από τους όρους τους, βρίσκονται έξω από τους τυπικούς φιλοσοφικούς προσδιορισμούς του Είναι που αντικατοπτρίζει με απόλυτο τρόπο την ύπαρξη. Ο Γάλλος φιλόσοφος που αμφισβητεί τη γαλλική λογοτεχνία επειδή εμμένει στην πρωταρχική βεβαιότητα ενός σταθερού σημείου, ανοίγει την πύλη για να εφαρμόσουμε τον εμπειρισμό σε μια κριτική γραφή, παρόμοια με τους συλλογισμούς μας γύρω από την εικαστική μας τροπή. “Να σκεφτόμαστε με το ΚΑΙ αντί να σκεφτόμαστε με το Είναι”. 4 Έξαλλου κάπως έτσι δεν εφαρμόζουν οι εικαστικοί, την μεθοδολογία τους, εμπειριοκρατικά; Πειραματιζόμαστε σε ένα assemblage ιδεών, σχέσεων και περιστάσεων και στο τέλος της ημέρας χαράζουμε τη δική μας γραμμή φυγής. 


Ο κριτικός λογοτεχνίας Harold Bloom στην “αγωνία της επίδρασης” επισήμανε ότι η έγνοια κάθε ποιητή τους τελευταίους τρεις αιώνες είναι ο φόβος ότι δεν έχει απομείνει τίποτε για αυτόν να πραγματοποιήσει.5 Τουλάχιστον αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποια παγίδευση σε μια διαλεκτική ερμηνεία της ιστορίας, αφού το κίνητρο του ποιητή βρίσκεται στην ανάγκη του να διαφοροποιηθεί και όχι στο να επαναλάβει ένα ύφος που έχει προϋπάρξει. Η μελέτη του Harold Bloom εκδόθηκε το 1941 αλλά δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας ποιητής που να μην έχει σκεφτεί το ψυχοφθόρο lieu commune της επανάληψης. Η σύγχρονη τεχνοκριτική και επιμελητική γραφή δεν φαίνεται να μοιράζεται την ίδια την αγωνία, αντίθετα πολλές φορές ηγείται της προσπάθειας να μην ξεφύγει από τον κανόνα ενός δοκιμασμένου και νομιμοποιημένου λόγου. Είναι άλλο το κίνητρο; Νομίζω πως δεν θα έπρεπε ακόμη και αν οι συνθήκες διαφέρουν. Αρκετοί από τους συγγραφείς τεχνοκριτικών κειμένων δεν αντέχουν το απρόβλεπτο και την τυχαιότητα μέσα στη γραφή. Θα υποστήριζα ότι δεν αντέχουν την διαφεύγουσα αλήθεια της ποίησης, την μαρτυρία μιας γραφής που μας ξαφνιάζει. Αυτή την “αστραπιαία στιγμή καθαρότητας” όπως θα έλεγε ο Vladimir Jankelevich η οποία δεν “διαθέτει τον χρόνο να ολοκληρωθεί σε φως , μήτε τη δύναμη να φωτίσει τη ζωή” 6 ωστόσο μας δίνει την πρόκληση μιας περιστασιακής ευκαιρίας να αναζωογονηθούμε έστω και φευγαλέα πριν ξαναπέσουμε στη χειμέρια νάρκη ενός καθρεπτικού επαναλήψιμου διεκπεραιωτικού λόγου. 


Η ψηλάφηση λοιπόν της τυχαιότητας που αρθρώνεται με τις αντιφάσεις της δικής μας κοινωνικής οργάνωσης και η οποία απέχει αισθητά από την έπαρση ενός νοηματοδοτημένου στην εντέλεια κόσμου είναι κάτι που λείπει αρκετά συχνά από την επιμελητικη την ακαδημαϊκή αλλά και την δημοσιογραφική γραφή η οποία δεσμεύεται με περιχαρακωμένες αφηγήσεις.

Μήπως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει εξίσου μια γραφή που έχει την ειλικρίνεια να τα βάζει με τους ίδιους της τους ισχυρισμούς, μια γραφή που γνωρίζει ότι αποκλίνει από τις συνήθεις προοπτικές του τεχνοκριτικού λόγου στη περίπτωση μας; Υπάρχει η δυνατότητα να είμαστε ακόμη πιο θαρραλέοι να ομολογήσουμε ότι κάποιες απόπειρες ανάγνωσης ενός εικαστικού έργου μπορούν να αναγνωστούν και να μελετηθούν ως σκόπιμες παρερμηνείες του ;  Yποψιάζομαι oτι το Λουκρητιανό “κλίναμεν” θα μας ενθάρρυνε σε μια ανάλογη προοπτική για την καταγραφή μιας παρέκκλισης, κάτι που αγαπάει σφοδρά ο ελεύθερος στοχασμός. 


Έξαλλου αυτή δεν είναι εν μέρει η υποχρέωση κάθε ιστορικού τέχνης, να εγκαταλείψει τις βεβαιότητες των πηγών και να επιδοθεί σε νέους μηχανισμούς αφηγηματικής πλαισίωσης του έργου ; Όπως σημειώνει ο  RicharRorty, ο Ρώσος συγγραφέας  Vladimir Nabokov έχτισε το καλύτερο μυθιστόρημα μαύρης κωμωδίας, τη Χλωμή φωτιά,  γύρω από τη φράση “Η Ζωή του ανθρώπου σαν σχόλιο σε δυσνόητο ανολοκλήρωτο ποίημα”.


1 Richard Rorty. Τυχαιότητα ειρωνεία αλληλεγγύη, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος  (Αθήνα : Αλεξάνδρεια, 2002), 67.

2 Friedrich Nietzsche, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ.Ζήσης Σαρίκας ( Θεσσαλονίκη : ΕκδόσειςΠανοπτικόν2012). Για μια λεπτομερέστερη περιγραφή της νιτσεικής γραφής για την προτίμηση της μεταφοράς έναντι της έννοιας βλ. τη μελέτη της Sarah Kofman. Nietzsche et la métaphore (Paris : Editions Galilee, 1983).

Gilles Deleuze, Claire Parnet,  Dialogues (Paris : Flammarion, 1977).

Ο.π., 71. 

5 Harold Bloom. Η αγωνία της επίδρασης – Μια θεωρία για την ποίηση, μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης (Αθήνα : Αγρα, 1989), 148.

6 Vladimir Jankélévitch. Κάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, (Αθήνα : Πόλις, 2021),115.

Richard Rorty. Τυχαιότητα ειρωνεία αλληλεγγύη, 87.

Vladimir Nabokov. Χλωμή φωτιά, μτφρ. Κατερίνα Γκούμα–Μεταξά, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (Αθήνα :Καστανιώτης, 2001).

https://popaganda.gr/postscripts/i-poiitiki-grafi-ston-technokritiko-kai-epimelitiko-logo/

 

Wednesday, March 1, 2023

Το δικαίωμα στην έλλειψη του νοήματος στις εικαστικές τέχνες


Μια σειρά από πρόσφατα απαξιωτικά άρθρα για το καθεστώς της σύγχρονης τέχνης στηλιτεύουν ένα μέρος της εικαστικής παραγωγής που στοχεύει στην επέλαση του ασήμαντου και του ανόητου, με στόχο τη δημιουργία σκανδάλου και την οικονομική του επιβράβευση στον χώρο της αγοράς. Από την πίκλα στο ταβάνι που εκτόξευσε ο αυστραλός καλλιτέχνης Matthew Griffin όταν παρήγγειλε cheeseburger της αλυσίδας McDonald στην γκαλερί, μέχρι τη μονωτική ταινία που συγκρατεί μία μπανάνα στον τοίχο του ιταλού Maurizio Cattelan με τον τίτλο «Comedian», αυτές οι χειρονομίες μπορούν και συνήθως ανήκουν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που αφορά την υπεραξία της τέχνης.

Όμως, εάν σκεφτούμε λίγο προσεκτικότερα, πέρα από τα βδελυρά επιχειρήματα των αρθρογράφων και τα συνοφρυωμένα πρόσωπα στις art fairs, αυτό που συνιστά την τέχνη ενδιαφέρουσα έως απαράμιλλα σαγηνευτική, δεν ταυτίζεται με την ύπαρξη κάποιου βαθύτερου νοήματος που, υποτίθεται, ότι η τέχνη μας αποκαλύπτει.


Επιπλέον, υπάρχει μια πρόθεση που δεν εξαντλείται μόνο στην αναζήτηση του νοήματος του έργου αλλά περιλαμβάνει και το τυπικό μέρος της διαδικασίας, της αιτιολόγησης του εκθεσιακού συμβάντος. Οι εικαστικοί, ως μια ομάδα δημιουργών που χειρίζονται πρωτίστως την εικόνα, προσπερνούν την ‘αμετάφραστη’ γοητεία της φόρμας και γίνονται θύματα αυτής της συμβολικής τάξης πραγμάτων, όπου ο λόγος δεσμεύεται με την παραγωγή του νοήματος. Έχοντας διαπαιδαγωγηθεί με την καρτεσιανή ενθάρρυνση για έναν κόσμο οικείο και κατανοητό, η αξία του νοήματος στο έργο τέχνης θεωρείται αυταπόδεικτη.


Αυτό που παρατηρώ γύρω μου είναι μια ψυχαναγκαστική ανάγκη για νοηματοδότηση, η οποία εισπράττεται θετικά στον κόσμο της αγοράς, αφού πρόκειται για ένα προϊόν που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της «εργασίας» του και τόσο ο επιμελητής όσο και ο dealer έχουν φροντίσει για τη θεωρητική υπεραξία του έργου. Σε αντίθεση με αυτό που επικαλούνται οι αυστηροί κριτές που αποδοκιμάζουν την ελαφρότητα της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής, σπανίως καλλιτέχνες, επιμελητές και dealers μπαίνουν στη διαδικασία να αποδεχτούν την ύπαρξη μη νοήματος στα έργα που προωθούν.

Θα πρόσθετα ότι αυτή η επένδυση μέσω του λόγου και του νοήματος είναι ακόμη εντονότερη όσο το πλαίσιο στο οποίο οι καλλιτέχνες εκθέτουν είναι θεσμικό ή πάσχει από το σύνδρομο της «θεσμικότητας». Όμως, το έργο δεν εργαλειοποιείται θεωρητικά και ιδεολογικά μονάχα από τους θεσμικούς φορείς όπως οι Biennale, τα μουσεία και τα ινστιτούτα. Με τα σημερινά δεδομένα, η συγγραφή ενός κειμένου και η υποστήριξη του έργου είναι μια επιλογή η οποία μπορεί να αφορά και τη σκοπιμότητα της ίδιας της έκθεσης. Είναι κατανοητό η βούληση του επιμελητικού λόγου να παίρνει το ρίσκο της ερμηνείας των έργων.

Όμως αυτό που θέλω να θίξω είναι το πλεόνασμα του νοήματος με το οποίο τροφοδοτείται ένα έργο, τόσο από τους καλλιτέχνες όσο και από τους επαγγελματίες του λόγου που είναι αποφασισμένοι να το υποστηρίξουν. Ασφαλώς δεν αρνούμαι την αναζήτηση μιας ιδέας, ενός συλλογισμού και ενός τρόπου ερμηνείας, ειδικά όταν αυτή η επιλογή γίνεται αντιληπτή με τους όρους μιας αμφισημίας και όχι ως μια μονοσήμαντη επιλογή, όπως έθιξα σε παλιότερη δημοσίευση.i Όμως, όσο περισσότερο ασκείται συνειδητά ένας μονοσήμαντος μηχανισμός εκλογικευμένης υποστήριξης τόσο το έργο απομακρύνεται από την πιθανή αποδομητική λογική, την οποία έχουμε περίστερο ανάγκη από οποιοδήποτε εγχείρημα νοηματοδότησης.

Παρατηρούμε πολλές φορές μια γελοία επιμονή στην αναζήτηση του νοήματος, έναν κομφορμισμό της εξήγησης, ο οποίος συμβάλει στο να απομακρύνει τον θεατή τόσο από την απόλαυση του έργου όσο και από το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής. Ίσως να μην χρειάζεται πολλή σκέψη για να διαπιστώσουμε ότι ένα έργο μπορεί να λειτουργεί θετικά στην πρόσληψη του θεατή επειδή ακριβώς δεν έχει απολύτως τίποτα να υποστηρίξει και αρνείται τις συνήθεις αναφορές του νοήματος που παρατηρούμε στις θεσμικές εκθέσεις με τα στεγνά εννοιολογικά εγχειρήματα.

Θα προσέθετα ότι η προσωπική αξία που φέρει ένα έργο δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ στην περιχαρακωμένη του νοηματοδότηση.ii Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις σαν τον Banksy, όπου ο εξυπνακίστικος χλευασμός του μπορεί να κρατήσει σε εγρήγορση τον θεατή για να επιτεθεί και αυτός με τη σειρά του στην απέραντη «ασημαντότητα» της σύγχρονης τέχνης, γνωρίζουμε ότι η γραμμικότητα στη σηματοδότηση του μηνύματος μάλλον μας εξασφαλίζει περισσότερα χασμουρητά.


Ευτυχώς για την τέχνη, στη «μετέωρη» συνθήκη μιας διευρυμένης ερμηνείας οφείλεται και η γέννηση του πεδίου της αισθητικής και των κλάδων της καθώς και των αφηγήσεων των ιστοριών της τέχνης, με τις επιστημολογικές προοπτικές τους, εν ολίγοις τις συγκείμενες αναγνώσεις της. Χωρίς την αρχική απορία και την αινιγματικότητα, το ρίσκο του λάθος στην ερμηνεία αυτού που δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένο, δεν θα συγκροτούσαμε πεδία μελέτης.

Είναι γεγονός ότι ένα προνομιακό πεδίο το οποίο μας φανερώνει την αδυναμία της υποστήριξης κάποιου νοήματος βρίσκεται στον ανατρεπτικό χώρο της κωμωδίας. Σύγχρονοι διανοητές και συγγράφεις, όπως οι Milan Kundera,Terry Eagleton και Simon Critchley, αιτιολογούν την έρευνα και τις αφηγήσεις τους στις κωμικές ασυνάφειες της ανθρώπινης συνθήκης, η οποία μας προσφέρει μια υπέροχη έστω και προσωρινή διατάραξη του νοήματος. Η θεωρητικός της ψυχανάλυσης Alenka Zupančič υποστηρίζει την καθολικότητα του α-νοήματος ως βασική προϋπόθεση κάθε νοήματος, όπου το κωμικό μας φέρνει αντιμέτωπους με την παράδοξη συγκρότηση του κόσμου μας.iii

Ίσως να μην αντιλαμβανόμαστε ότι στην εικαστική πρακτική η χαρά της απόλαυσης συνοδεύεται συχνά από μια εμπειρία απεμπλοκής του νοήματος από το έργο. Το να παραμένουμε σοβαροί απέναντι στην υψηλή τέχνη μπορεί να συνιστά έναν εξασφαλισμένο τρόπο επαγγελματικής επιβίωσης στον εικαστικό χώρο. Αλλά η γοητεία που μας ασκούν τα έργα δεν σχετίζεται τόσο με την ευπρεπή μας στάση όσο με την αποδέσμευσή μας από το βάρος του νοήματος που αυτά διακυβεύουν.

Ο Κωστής Βελώνης είναι εικαστικός καλλιτέχνης, αναπληρωτής καθηγητής στην ΑΣΚΤ


i Κωστής Βελώνης, «Για την τυραννία της βεβαιότητας στην καλλιτεχνική και την επιμελητική πρακτική», Η Αυγή της Κυριακής, 05.04.22 (https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/411932_gia-tin-tyrannia-tis-bebaiotitas)

ii Για μια πρόσφατη κριτική ενάντια στην απονοηματοδότηση του έργου τέχνης βλ. Νικόλας Σεβαστάκης, «Η πίκλα στο ταβάνι ή για την τέχνη του τίποτα», Lifo, 6.8.2022

(https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/i-pikla-sto-tabani-i-gia-tin-tehni-toy-tipota) και Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Ποιος θα φτιάξει τη σπασμένη καρέκλα;» Καθημερινή, Παρασκευή, 16 Οκτωβρίου 2020 (https://www.kathimerini.gr/opinion/561119629/poios-tha-ftiaxei-ti-spasmeni-karekla/)

iii Alenka Zupančič, The Odd One In: On Comedy (Short Circuits), Cambridge, MA: MIT Press, 2009

https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/433532_dikaioma-stin-elleipsi-toy-noimatos-stis-eikastikes-tehnes