Showing posts with label Social History. Show all posts
Showing posts with label Social History. Show all posts

Tuesday, May 16, 2023

Νεολουδισμός: Όταν οι μηχανές δεν είναι εκεί για να τις επιτεθείς

Παρατηρώντας το άγχος των φίλων μου και ειδικά της μητέρας μου που αναστενάζουν κάθε φορά που υποχρεώνονται να οικειοποιηθούν τα χαρακτηριστικά μιας νέας  εφαρμογής ή της αναβάθμισης μιας παλιότερης, αναλογίζομαι πόσο επιβλαβής είναι η αναγκαιότητα της ψηφιακής προσαρμογής στην καθημερινότητα τους. Οι πρώτες μέρες του τεχνοφιλικού ρομαντισμού φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, στον βαθμό που ολοένα και περισσότεροι εγκαταλείπουν τις κοινωνικές πλατφόρμες. Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνω ότι ορισμένοι,  μετά την έξοδο από τις διαδικτυακές περιπλανήσεις, αφοσιώνονται σε χειροτεχνικές δραστηριότητες οι οποίες επιτρέπουν μια απτή σχέση με τον υλικό κόσμο. Όμως αυτές οι αντιδράσεις στην αυγή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης έχουν και ένα ιστορικό εκτόπισμα.

Ένα βράδυ, τον Μάρτιο του 1811 στο Nottingham, κάποιοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας κατέστρεψαν υφαντικές μηχανές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αλλαγές στις συνθήκες εργασίας τους. Αυτές  οι καταστροφές αποτελούσαν μέσο εξαναγκασμού των εργοδοτών τους για να κάνουν παραχωρήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα τους. Η βιομηχανική επανάσταση είχε εξαπλωθεί παντού στη Βρετανία και τα πρώτα δείγματα της μείωσης του εργατικού προσωπικού είχαν πυροδοτήσει ταραχές κυρίως στην καρδιά της κλωστοϋφαντουργίας της χώρας, σε περιοχές που εκκινούσαν από το Nottinghamshire και εξαπλωνόντουσαν στο Derbyshire και το Lancashire.   Όσον  άφορα τον περίφημο Ludd οι  πληροφορίες που έχουμε είναι ότι αποτελεί επινόηση των ριζοσπαστών εργατών οι οποίοι τον εκπροσωπούσαν με το ψευδώνυμο “Βασιλιάς Ned Ludd” και  διεύθυνση αποστολέα “τη σπηλιά του Ρομπέν των Δασών”. Πράγματι κάποια χρόνια νωρίτερα, το 1779, ο κύριος Ludd είχε καταστρέψει δύο μηχανές πλεκτών άλλα δεν ήταν ο υποκινητής των ταραχών που ακολούθησαν, ούτε ζούσε σαν τον θρυλικό  Ρομπέν στο Δάσος Sherwood.1

Σήμερα ο Νεολουδισμός  στην πλειονότητα γίνεται αποδεκτός με περιφρόνηση. Μια ‘εκσυγχρονιστική’ στάση για αυτούς που συμμερίζονται κάθε τεχνολογικό νεωτερισμό, και η οποία είναι η κυρίαρχη, τον αντιλαμβάνεται ως οπισθοδρομισμό απέναντι στις εξελίξεις της τεχνολογίας και τους Λουδίτες ως άτομα τεχνοφοβικά με τη  φαντασίωση της επιστροφής σε μια πρωτόγονη εμπειρία.

Όμως είναι ξεκάθαρο ότι ο εφιάλτης που βιώνουμε άφορα την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πρότεινε ο Λουδισμός. Είναι η σχεδόν μη αναστρέψιμη καταστροφική πορεία του οίκο-περιβαλλοντολογικού συστήματος.  Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολήσει δεν είναι τόσο οι  εσχατολογικές προοπτικές ενός ριζοσπαστικού αντιτεχνολογικού διακυβεύματος άλλα ότι οι αποκλειστικά τεχνοκρατικές λύσεις έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς. Όσοι λοιπόν ειρωνικά επισημαίνουν μια προβιομηχανική Αρκαδία ως το πρότυπο του Λουδισμού, ας σκεφτούν  για τις συνέπειες εκείνου του μοντέλου ανάπτυξης που δεν έχει την ικανότητα να διαμορφώσει μια άλλη πορεία, και ας αποδεχθούν ότι ο καπιταλισμός οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον προσαρμοστικότητα και ευελιξία.

Συνεπώς, το βίαιο σπάσιμο των μηχανών μπορεί να κλειδωθεί στις συμβολικές του διαστάσεις, όπου διαταράσσεται το υπάρχον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο. Έξαλλου σήμερα δεν θα περιμέναμε εργάτες με τσεκούρια και βαριοπούλες άλλα χάκερς και ψηφιακούς πειρατές να σαμποτάρουν τις ψηφιακές μηχανές. Και στην περίπτωση μας, δεν πρόκειται για μια ιδεολογική σέχτα ή μια περιθωριακή ομάδα η οποία μάχεται για το σταμάτημα του παραγωγικού χρόνου, άλλα για μια αυθόρμητη στάση που συγκροτείται από διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση τα όρια αυτού του μοντέλου ανάπτυξης. Ο Jathan Sadowski, κοινωνικός επιστήμονας που μελετά τις νέες τεχνολογίες, στο ερώτημα του για το πώς θα έμοιαζε ο Λουδισμός σήμερα απαντάει πως θα τον υπερασπιζόμασταν ως ένα κίνημα που θα αντιμετώπιζε την τεχνολογία ως ένα πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο που οφείλει να εξετάζεται με κριτικό τρόπο και ο τρόπος του να κυβερνιέται να  είναι δημοκρατικός.2
Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσουμε με τον Μαρξ όταν επισημαίνει ότι η αμφισβήτηση και οι επιθέσεις στις τεχνολογικές δομές δεν έχουν νόημα να στρέφονται στα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά μόνο ενάντια στην κοινωνική και ταξική μορφή της εκμετάλλευσής τους. Το πρόβλημα  σχετίζεται με τους οπτιμιστικούς προοδευτισμούς γύρω από την τεχνολογία και όχι με την ίδια την μηχανή.

Αν, όμως, στις αρχές του 19 αιώνα ο Λουδισμός ήταν μια σημαντική κατάκτηση στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της κυριαρχίας της μηχανής πάνω στην ανθρώπινη εργασία, σήμερα ο Νεολουδισμόςέχει μεγαλύτερη σημασία.

Θεωρώ ότι δεν είναι μόνο τα εργασιακά δικαιώματα που απειλούνται άλλα και η ίδια η δυναμική της φαντασίας που ο τεχνοκρατικός πολιτισμός  επιβάλει. Στην υπάρχουσα σφαίρα του ψηφιακού καπιταλισμού, φαίνεται να  έχει διαφύγει από την υπάρχουσα κριτική ένας συλλογισμός για την αναγκαιότητα της πρωταρχικής φαντασίας. Το άλμα της φαντασίας, μέσα από το οποίο διεξάγονται βαθμιαία οι έννοιες και οι αφηγήσεις, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο γιατί απλά η εκκίνηση μιας σκέψης διαμορφώνεται εξαρχής από τις μηχανές  αναζήτησης. Το αρχικό τόλμημα της σκέψης, άλλα και της έμπνευσης, εκπληρώνεται άμεσα με τους αλγορίθμους και την τεχνητή νοημοσύνη που γνωρίζουν καλύτερα από εμάς την διστακτικότητα των δικών μας συλλήψεων και μας προσφέρουν απαντήσεις σε δευτερόλεπτα. Ο Αντόρνο ίσως να μην είχε στο νου του την πραγματολογική διάσταση της αισθητικής πρόσληψης όταν ανέφερε ότι κανένα έργο τέχνης δεν πρέπει να εξηγηθεί υπό όρους επικοινωνίας, όμως ο λόγος του είναι ιδιαίτερα επίκαιρος όταν γνωρίζουμε ότι η προβολή του νοήματος είναι  κύριο συστατικό στο σύνολο της εικαστικής πρακτικής σήμερα.3

Σε ένα διορατικό κείμενο, ο Jean-François Lyotard αναρωτιέται για το ειδικό βάρος της επικοινωνίας στην τέχνη “σε μια εποχή που τα προϊόντα της  τεχνολογίας δεν μπορούν να προκύψουν χωρίς τη μαζική και ηγεμονική παρέμβαση της έννοιας”.4

Κάθε χειρονομία, όσο ελάχιστη και ασήμαντη με τις επικοινωνιακές υποσχέσεις της ψηφιακής τεχνολογίας αποζητά το μέγιστο της προσοχής. 

Όμως ο  καλύτερος τρόπος για να διαπιστώσουμε το zeitgeist  της  επικοινωνιακής υστερίας θεωρώ ότι βρίσκεται στις καλλιτεχνικές πρακτικές. Μια κατηγορία  εγκαταστάσεων  που βασίζεται στην έρευνα  συμπεριλαμβάνει  τις στρατηγικές  της συσσώρευσης και χωροθέτησης των πληροφοριών, με την παράθεση βιβλίων και ενημερωτικών φυλλαδίων σε συνδυασμό με οπτικοακουστικό υλικό που συνοδεύεται με laptops, ταμπλέτες και monitors. Οι αρχειοθετημένες καταγραφές που κατανέμονται χωρικά συνήθως στον οριζόντιο άξονα μιας βιτρίνας απασχολούν τη σκέψη της ιστορικού τέχνης Claire Bishop, η οποία υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να κατανοηθούν απομονωμένα από τις σύγχρονες εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία.5

Η συγκέντρωση ενημερωτικού υλικού στις εικαστικές εγκαταστάσεις έχει μια αντιστοιχία με τον τρόπο με τον οποίο αναζητούμε και αποθηκεύουμε πληροφορίες στο διαδίκτυο και αυτή η αλλαγή μοντέλου σκέψης και παραγωγής γνώσης δεν είναι έκδηλη, όπως ήδη περιγράψαμε μόνο στα ψηφιακά εργαλεία, άλλα επικεντρώνεται  και στη σχέση μας με την απτή ύλη. Και είναι κατανοητό.

Όταν όμως η προβολή του νοήματος σχετίζεται αποκλειστικά με την επιλογή έτοιμων δεδομένων, η “αυθεντικότητα”, μια λέξη τόσο κυνηγημένη και εν μέρει εξιδανικευμένη για τους λάθος λόγους, δεν έχει υπόσταση και αποκτάει γραφικό χαρακτήρα. Πράγματι, απέναντι στην επέλαση της πληροφορίας, χειροτεχνικές μαρτυρίες της τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική μπορεί να φανούν παρωχημένες.

Σε αυτό το καθεστώς, “μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου”  υποστήριζε ο Guy Debord στην “κοινωνία του θεάματος” πριν την κυριαρχία της ψηφιακης πληροφορίας.6 Σήμερα το “χάσιμο” των χρηστών του ίντερνετ  λειτουργεί κυριολεκτικά ως  μια αντιστροφή της ζωής. Και αν το ατομικό στοιχείο ενθαρρύνεται με τη ναρκισσιστική ρουτίνα των selfies και την ανάδειξη ενός αγοραίου κοσμοπολιτισμού, αυτό εντάσσεται στη σφαίρα του “επιχειρείν”, στην καταγραφή ενός  “φαίνεσθαι” της ιδιοτυπίας της συμπεριφοράς, η οποία στοχεύει στη μέγιστη δυνατή επικοινωνία, με την προσδοκία να φτάσουν τα posts σε όσους τον δυνατόν περισσότερους αποδέκτες.

Θεωρώ ότι το να αρνηθούμε λοιπόν τη σύνταξη ενός νεολουδητικού ρεύματος είναι σαν να θεωρούμε ότι όλα είναι υπέροχα τακτοποιημένα στην καθολική παντοδυναμία ενός τεχνητού κόσμου, ο οποίος μέσα στους αυτοματοποιημένους μηχανισμούς του είναι σε θέση να διαχειριστεί και να καθυποτάξει τη σωματικότητα μας. 

Το ερώτημα λοιπόν πλανάται σε ένα κόσμο όπου κάθε πτυχή της ύπαρξής μας οριοθετείται και υπαγορεύεται με οθόνες και πληκτρολόγια. Αν προσγειώσουμε τον Λουδισμό στη σημερινή εποχή, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική να συντριβεί η μηχανή. Εξάλλου η τεχνολογική υπεροχή δεν ταυτίζεται στο αντικαπιταλιστικό φαντασιακό με τη χρήση τεράστιων μεταλλικών τερατόμορφων κατασκευών και οι άπειρες διαδυκτιακές προσβάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα σπάσιμο του κινητού η του λάπτοπ άλλα με μια αποφασιστική μαζική περιφρόνηση των ψηφιακών εφαρμογών.

Με βάση τα όσα έχουμε αναπτύξει, ίσως να μην μας κάνει έκπληξη η προτροπή του Richard Seymour, ο οποίος, στο σύγγραμμα που φέρει τον τίτλο twittering machine και που τον δανείζεται από το προφητικό έργο του Paul Klee (Zwitscher-Maschine, 1922), μας επισημαίνει ότι  ..έχουμε ανάγκη  από μια αποφυγιολογία (escapology), σίγουρα, μια θεωρία για το πώς να βγούμε έξω πριν να είναι πολύ αργά.”.7

Θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε περισσότερο θάρρος, ώστε ν’ αδιαφορήσουμε για την εθιστική κουλτούρα της παιχνιδοποίησης των κοινωνικών μέσων, με τις εικονικές “καρδιές’ και τις προσδοκίες απο αφοσιωμένους και ταυτόχρονα  άβουλους  ακόλουθους . Μπορεί το like να μην το “σπάσουμε” άλλα είναι εφικτό  να  υποβαθμίσουμε  μια πτυχή του, εκείνη της ανώδυνης επικοινωνίας. Το να προστατεύσουμε  τα προσωπικά μας δεδομένα  αποφεύγοντας τις εφαρμογές και τα γκάτζετς είναι μια επιλογή, το να τα στρέψουμε ενάντια τους με μαζικές αντιδράσεις είναι η επόμενη.

Κωστής Βελώνης


1 E. J. Hobsbawm, “The Machine Breakers”, Past and Present 1 (1952): σ. 57-70

2 athan Sadowski“I’m a Luddite. You should be one too.” The Conversation, 9 August 2021

3 Adorno, Theodor W, Αισθητική Θεωρία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1989

4 Jean-François Lyotard  “Κάτι όπως επικοινωνία .. χωρις επικοινωνία” στο Απάνθρωπο, Κουβέντες για τον χρόνο, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης. Αθήνα, Πλέθρον, 2019. σ.170

5 Claire Bishop “On the superabundance of research-based art”, Artforum.com, April 5, 2023

6 Guy Debord, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Π. Τσαχαγέας – Ν.Β. Αλεξίου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1986, σελ. 26

7  The Twittering Machine: How Capitalism Stole Our Social Life, London, The Indigo Press, 2019, σ. 15



https://popaganda.gr/postscripts/neoloydismos-otan-oi-michanes-den-einai-ekei-gia-na-tis-epitetheis/





Monday, April 3, 2023

You say you want a revolution…


Edward Ludlam’s name didn’t do the decent thing and die with its owner in the summer of 1776. Instead it emerged rudely triumphant more than 30 years after Edward – or Ned – was laid to rest at St Mary’s Church in Anstey.

If the name rings a bell, it’s because Ned Ludd was once used as a signatory by smash-happy men and women across Leicestershire, Derbyshire and Nottinghamshire. Men and women who were out of work because new knitting and stocking machines had taken their jobs.

During five years of hardship and strife, many a wooden frame was chopped to bits. Who dunnit? Ned Ludd dunnit officer. Duh.

Dead Ned’s name was to plague those technology-savvy industrialists who had brought poverty to thousands of families across the East Midlands. Threatening letters were sent to factory owners signed Ned Ludd, General Ludd and King Ludd.

The Luddites, as they now called themselves, destroyed 200 new stocking frames in one three-week period in early 1811. In the East Midlands, the heart of the country’s textile industry, the fighting spread from Nottinghamshire and then to Leicestershire and Derbyshire.

Parliament, as it is wont to do, cruelly rounded on the starving and desperate, passing legislation which made damaging machines punishable by death. At this time, almost 90 per cent of the 20,000 stocking frames in use in the country were located in the region, with records showing almost 12,000 were in Leicestershire.

Lord Byron, quite possibly the sexiest person who ever lived, was one of the few MPs to speak in defence of the starving people in his native Midlands. Byron, FYI, was a Nottinghamshire lad.

And factory owners, we know, had good cause to worry about their safety.

In 2006, underground passages and a chamber were found beneath a house in Loughborough that once belonged to lace magnate John Heathcote.

Heathcote had good reason to fear the Luddites – they had already destroyed a lace mill of his in Loughborough in 1816. But with all this, the mystery still remains – why did the Luddites take Ned Ludlam’s name?

It was a cover name, the same as Robin Hood,” local history enthusiast Brian Kibble told the Mercury in 2006.

They used it to protect their real names. The Luddites supposedly got their name by the actions of Ned Lud, or Edward Ludlam, from Anstey.

Ned, well, he wasn’t quite all there, and that is one of the stories that has come down.

There’s a story that he’d been teased by local children, and he chased them and he lost them. And, apparently, in his frustration, in one of the cottages, he smashed up this knitter’s frame.

The other legend was that he was the son of a knitting frame worker and his father had chastised him one day and, in revenge, he smashed up the frame.

Whatever the truth,” says Brian, “somewhere along the line he seems to have been responsible for smashing up machinery.”

Ned’s name lived on in the village down the years.

Apparently,” chortles Brian, “it used to be a saying in the village that if something was broken or damaged it had been Ned Ludded.”

Ever since, “Luddite” has been a Leicestershire-inspired entry in the Oxford English Dictionary. One, as a word for the English workers who fought for their jobs between 1811 and 1816, and now, more commonly, a disparaging word used for those opposed to or uneasy with new technology.

https://leicestershirelalala.com/you-say-you-want-a-revolution-the-luddites-were-chissits-too/




 

Monday, February 13, 2023

I’m a Luddite. You should be one too

I’m a Luddite. This is not a hesitant confession, but a proud proclamation. I’m also a social scientist who studies how new technologies affect politics, economics and society. For me, Luddism is not a naive feeling, but a considered position. 
And once you know what Luddism actually stands for, I’m willing to bet you will be one too — or at least much more sympathetic to the Luddite cause than you think. 
Today the term is mostly lobbed as an insult. Take this example from a recent report by global consulting firm Accenture on why the health-care industry should enthusiastically embrace artificial intelligence:
Excessive caution can be detrimental, creating a luddite culture of following the herd instead of forging forward.
To be a Luddite is seen as synonymous with being primitive — backwards in your outlook, ignorant of innovation’s wonders, and fearful of modern society. This all-or-nothing approach to debates about technology and society is based on severe misconceptions of the real history and politics of the original Luddites: English textile workers in the early 19th century who, under the cover of night, destroyed weaving machines in protest to changes in their working conditions.
Our circumstances today are more similar to theirs than it might seem, as new technologies are being used to transform our own working and social conditions — think increases in employee surveillance during lockdowns, or exploitation by gig labour platforms. It’s time we reconsider the lessons of Luddism.
Even among other social scientists who study these kinds of critical questions about technology, the label of “Luddite” is still largely an ironic one. It’s the kind of self-effacing thing you say when fumbling with screen-sharing on Zoom during a presentation: “Sorry, I’m such a Luddite!”
It wasn’t until I learned the true origins of Luddism that I began sincerely to regard myself as one of them. 
The Luddites were a secret organisation of workers who smashed machines in the textile factories of England in the early 1800s, a period of increasing industrialisation, economic hardship due to expensive conflicts with France and the United States, and widespread unrest among the working class. They took their name from the apocryphal tale of Ned Ludd, a weaver’s apprentice who supposedly smashed two knitting machines in a fit of rage.
The contemporary usage of Luddite has the machine-smashing part correct — but that’s about all it gets right.
First, the Luddites were not indiscriminate. They were intentional and purposeful about which machines they smashed. They targeted those owned by manufacturers who were known to pay low wages, disregard workers’ safety, and/or speed up the pace of work. Even within a single factory — which would contain machines owned by different capitalists — some machines were destroyed and others pardoned depending on the business practices of their owners.
Second, the Luddites were not ignorant. Smashing machines was not a kneejerk reaction to new technology, but a tactical response by workers based on their understanding of how owners were using those machines to make labour conditions more exploitative. As historian David Noble puts it, they understood “technology in the present tense”, by analysing its immediate, material impacts and acting accordingly.
Luddism was a working-class movement opposed to the political consequences of industrial capitalism. The Luddites wanted technology to be deployed in ways that made work more humane and gave workers more autonomy. The bosses, on the other hand, wanted to drive down costs and increase productivity. 
Third, the Luddites were not against innovation. Many of the technologies they destroyed weren’t even new inventions. As historian Adrian Randall points out, one machine they targeted, the gig mill, had been used for more than a century in textile manufacturing. Similarly, the power loom had been used for decades before the Luddite uprisings. 
It wasn’t the invention of these machines that provoked the Luddites to action. They only banded together once factory owners began using these machines to displace and disempower workers.
The factory owners won in the end: they succeeded in convincing the state to make “frame breaking” a treasonous crime punishable by hanging. The army was sent in to break up and hunt down the Luddites. 
The Luddite rebellion lasted from 1811 to 1816, and today (as Randall puts it), it has become “a cautionary moral tale”. The story is told to discourage workers from resisting the march of capitalist progress, lest they too end up like the Luddites.
Today, new technologies are being used to alter our lives, societies and working conditions no less profoundly than mechanical looms were used to transform those of the original Luddites. The excesses of big tech companies - Amazon’s inhumane exploitation of workers in warehouses driven by automation and machine vision, Uber’s gig-economy lobbying and disregard for labour law, Facebook’s unchecked extraction of unprecedented amounts of user data - are driving a public backlash that may contain the seeds of a neo-Luddite movement.
As Gavin Mueller writes in his new book on Luddism, our goal in taking up the Luddite banner should be “to study and learn from the history of past struggles, to recover the voices from past movements so that they might inform current ones”. 
What would Luddism look like today? It won’t necessarily (or only) be a movement that takes up hammers against smart fridges, data servers and e-commerce warehouses. Instead, it would treat technology as a political and economic phenomenon that deserves to be critically scrutinised and democratically governed, rather than a grab bag of neat apps and gadgets.
In a recent article in Nature, my colleagues and I argued that data must be reclaimed from corporate gatekeepers and managed as a collective good by public institutions. This kind of argument is deeply informed by the Luddite ethos, calling for the hammer of antitrust to break up the tech oligopoly that currently controls how data is created, accessed, and used.
A neo-Luddite movement would understand no technology is sacred in itself, but is only worthwhile insofar as it benefits society. It would confront the harms done by digital capitalism and seek to address them by giving people more power over the technological systems that structure their lives.
This is what it means to be a Luddite today. Two centuries ago, Luddism was a rallying call used by the working class to build solidarity in the battle for their livelihoods and autonomy. 
And so too should neo-Luddism be a banner that brings workers together in today’s fight for those same rights. Join me in reclaiming the name of Ludd!
Text by Jathan Sadowski 
https://theconversation.com/im-a-luddite-you-should-be-one-too-163172


Friday, January 6, 2023

Almanach des bergers pour la Seconde Année Républicaine

 



Almanach des bergers pour la Seconde Année Républicaine : contenant deux méthodes faciles, l'une pour connoître l'heure de la nuit à l'aspect des étoiles, & l'autre pour connoître la position des planettes chaque jour de l'année : suivi d'un essai sur les moyens de se procurer les trésors du Perou

A Paris : Chez Pellier : et Demoraine, an deuxième de la République française [1793]

Almanac with instructions for finding the time of the night based on the stars. Each month also includes essays on astronomy. Final section includes instructions on procuring treasures of Peru by planting mulberry trees to encourage the culture of silk worms, whose silk may then be exchanged for gold. The almanac itself uses the ten new revolutionary months, with an explanation of the new calendar system. The star chart and planisphere, however, retain the traditional 12 month system. Later editions of the almanac, entitled L'horloge du labourer, have charts with the revolutionary months. The star chart and planisphere are also exceptional for joining constellations with solid or dotted lines, instead of using constellation figures. Non-pictorial star charts were thought not to occur until the nineteenth century. Cf. Nick Kanas. Star maps. Berlin ; New York : Springer, 2007

https://catalog.lib.unc.edu/catalog/UNCb8160272


Monday, January 2, 2023

Almanach des Bergers (Shepherd’s Almanac)





Almanach des Bergers (Shepherd’s Almanac) 

pour l’année M.DCC.LIX (Liège: V. G. Barnabe, 1759)



According to the Cambridge History of English and American Literature (v. 18), the first Shepherds’ Calendar was printed in 1491 by Guyot Marchant, whose workshop was in the Latin Quarter of Paris. The work was entitled Kalendrier des Bergiers and it was the first illustrated French almanac. 

In Honoré de Balzac’s 1843 novel Illusions Perdues (Lost Illusions), the Shepherds’ almanac plays a small role: “After rummaging round the workshop Eve discovered a collection of figures required for the printing of a so-called Shepherds’ Almanac, in which objects are represented by signs, pictures, and symbols in red, black, and blue. Old Séchard, illiterate as he was, had formerly made a lot of money by printing this little book intended for equally illiterate people. An almanac of this kind costs only a penny and comprises a hundred and twenty-eight pages of very small format. Delighted at the success of her broadsheets—the sort of production which is a specialty with small provincial presses—Madame Séchard decided to print the Shepherds’ Almanac on a large scale by putting her profits into it.” (translated by Herbert James Hunt).

This book comes bound with Almanach pour cette Année M. DCC. LIX. Supputé par Mtte Mathieu Laensbergh Mathematicien (Liege: G. Barnabe, 1759); and Pronostication particuliere pour l’an de notre Seigneur 1759. Par M. Mathieu Laensbergh, Mathematicien (Liege: Guil. Barnabe, 1759); and Continuation des choses les plus remarquables arrivées par toute l’Europe & autres parties du monde, depuis le mois de Septembre de l’An 1757. jusqu’audit mois de l’An 1758 (Liege: V. G. Barnabe, 1759).

Posted by Julie L. Mellby on February 11 2011

https://www.princeton.edu/~graphicarts/2011/02/almanac.html 

Wednesday, June 17, 2020

DESTE Foundation, Project Space, Slaughterhouse, Hydra



The DESTE Foundation, as a gesture in response to the 200th commemoration of the Greek War of Independence, has decided to celebrate the 199th anniversary by commissioning Greek artist Kostis Velonis to conceive an immersive presentation of ten funerary masks of fighters of 1821 from the collection of the National Historical Museum of Athens. The exhibition will be on view in the old Hydra Slaughterhouse starting on June 27 and through November 1, 2020.
Conceived as an intense visual and corporeal experience, 199 is an emblematic memento mori. The exhibition is based on juxtapositions and unexpected associations of this special historical material in the setting of the old slaughterhouse and the distinctive topography of Hydra. Steering clear of the traits of a strictly celebratory exhibition or the conventional and moralistic approaches and ideological constructs around the subject, the artist invites viewers to re-examine their relation to the historic event and restore the role of art and artists in the social and cultural processes as well as in the re-evaluation of historical research.
If the year 1821 marks the start of modernity for Greece and its induction into the Age of Enlightenment and its contradictions, 199  explores some of the consequences and implications of this prospect, the contemporary significance of artistic representation, the allegories and memory of the bodies, as well as the questions and emotional turmoil triggered by such an historical event.
In this way, the exhibition repositions the relations between the body and history, between inner experience and collective self-knowledge, identity, and alterity, reality and imagination as well as between man and animals. As Kostis Velonis states, “the mourning of Cyparissus –whom Apollo turned into the evergreen cypress tree out of pity when Cyparissus was devastated by the loss of his beloved stag– is equated here with the loss of hundreds of animals in the Slaughterhouse and the sacrifices of fighters in the Greek War of Independence”.
And he continues: “The phantom that hovers over a rebellious Greece seems to set off from Pontikonissi, Kerkyra, which is almost the archetype for Die Toteninsel, the 1880 painting of Arnold Böcklin. The famous picture of the islet at sunset contributes to this peculiar time machine, travelling to arid Hydra and bringing some particular vegetation into the Slaughterhouse. This temporary sojourn brings together such contrasting concepts as the accessible and the inaccessible, the endless and the finite, the perishable and the eternal, paying tribute to the spectres that seek their new place.”
**Please note that due to the Covid-19 social distancing regulations, there will be no opening event for this exhibition*

DESTE Foundation Project Space, Slaughterhouse, Hydra
27.6.2020 - 1.11.2020
Daily 11:00–13:00 & 19:00–22:00
Tuesday Closed

Sunday, February 9, 2020

Στολή, τάξη και αταξία: Η έννοια της στολής στο ντιζάιν, στο δικαιϊκό σύστημα, στην τέχνη, στην ποπ κουλτούρα"



Η στολή ως τρόπος ενδυμασίας παραπέμπει στην άνεση, την ασφάλεια, την απλότητα. Από τις στολές των ιδιωτικών σχολείων, έως των ένστολων κρατικών και στρατιωτικών λειτουργών, η στολή άλλοτε δίνει κύρος, συμβολίζει εξουσία, ρυθμίζει κοινωνικές συμπεριφορές  
Ταυτόχρονα η κατάργηση του ενδυματολογικού κώδικα μπορεί να οδηγήσει σε νέα ενδυματολογικά σύμβολα μίας ανατροπής. Η «στολή» του ανήκειν σε ένα κοσμοπολιτικό περιβάλλον διαφαίνεται σε μικρές λεπτομέρειες του τρόπου που ντυνόμαστε, μιλάμε, υποδεχόμαστε ή αρνούμαστε τις αλλαγές στον τρόπο ζωής μας. 
 Η στολή αναφέρεται στο γούστο της ενδυματολογικής συγκατάβασης. Αποτελεί σύμβολο ελέγχου. Αλλά μεταφέρει και μία αίσθηση δύναμης. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος ενσωμάτωσης σε ένα σύνολο είναι η ομοιομορφία της ένδυσης.
Η συζήτηση με θέμα «Στολή, τάξη και αταξία» που γίνεται στο πλαίσιο του 2ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Ταινιών Μόδας (14/2, Τεχνοπολις)  εξετάζει πως  η στολή ως ένα  τεχνικό ή επίσημου  χαρακτήρα ενδυματολογικό σύνολο  επηρεάζει τη σύγχρονη μόδα, μεταφέρεται στην ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται κριτικά στην τέχνη. Από τους συμβολισμούς εξουσίας στην ιστορία του ενδύματος και των θεσμών μέχρι τις  διαφημίσεις του streetwear, από την αυτοκρατορία των λογότυπων έως τη σημερινή λατρεία των κόμικς και των εμπορευματοποιημένων προϊόντων η έννοια της στολής πλέει στον χρόνο και νοηματοδοτεί τις αλλαγές .
Οι καλεσμένοι στη συζήτηση μιλάνε για ενδύματα, συνήθειες με κανονιστικό ή όχι χαρακτήρα και για τη μόδα του «ανήκειν» .
Athens Fashion Film Festival 
19.00 – 19.45PANEL"Στολή, τάξη και αταξία: Η έννοια της στολής στο ντιζάιν,
στο δικαιϊκό σύστημα, στην τέχνη, στην ποπ κουλτούρα"
Επιμέλεια-παρουσίαση: Έφη Φαλίδα
Ομιλητές: Κωστής Βελώνης, Διονύσης Καββαθάς, Αγγελος Μπράτης,
Κυριακή, 16/2, Αμφιθέατρο της Τεχνόπολης, 19.00 - 19.45.

Tuesday, November 12, 2019

Places of Residence for Accused Witches


Places of Residence for Accused Witches With Timeline

Thursday, October 17, 2019

Το Bauhaus δεν είναι το σπίτι μας; Το «πνεύμα» της ελεύθερης οικονομίας στην συγκρότηση της σχολής της Βαϊμάρης



Τι θα συνέβαινε αν αντικαθιστούσαμε τον όρο «λιτότητα» μ’ εκείνον του «ασκητισμού»; Σκέφτομαι πως σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό στο Bauhaus δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα. Αν και το ασκητικό στοιχείο αναδεικνύει την ανάγκη του «αφαιρείν» και της «εγκράτειας», αυτό σε καμία περίπτωση δεν εναντιώνεται στη λογική της μαζικής παραγωγής και της τυποποίησης που χαρακτηρίζει την σχολή της Βαϊμάρης. 
Ο παραπάνω λογισμός επιτρέπει να συλλάβουμε τη σημασία της θρησκευτικής επίδρασης στο σχεδιασμό. Από αυτήν την άποψη, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς η συγκρότηση του Bauhausσυνδέεται με τη χριστιανική ηθική για να διαπιστώσουμε επιπρόσθετα πως το διεθνές στιλ(international style) της ιστορικής σύζευξης, δηλαδή της μοντέρνας ευρωπαϊκής με την αμερικανική αρχιτεκτονική, σχετίζεται με την εφαρμογή αυτών των ιδεών στον χτιστό πολιτισμό. Πρόκειται για μια απόπειρα που αφήνει για λίγο την ερμηνεία του καπιταλισμού με εργαλείο την υλικοτεχνική δομή και θέτει ερωτήματα γύρω από τις αξίες πάνω στις οποίες αναπτύσσεται ως οικονομικό σύστημα.
Η ερμηνεία που περιστρέφεται γύρω από τη σχέση του καπιταλισμού με τον χριστιανισμό, ειδικά αυτή που ορίζει την προτεσταντική ηθική ως γενεσιουργό αίτια της οικονομίας των καιρών μας, είναι σχεδόν το ίδιο παλιά όσο και η μαρξιστική (1867). Η ανάλυση αυτής της συγγένειας εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα και οφείλεται προφανώς στη μελέτη του Μax Weber«Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», που εγκαινιάζει την οικονομική κοινωνιολογία.
Αν ο καπιταλισμός, ως ένας τρόπος ορθολογικού σχεδιασμού του συνόλου της ζωής, αφορά περισσότερο από κάθε άλλη οικονομική θεωρία την συσσώρευση και προτάσσει τον ασκητισμό στην καθημερινή συμπεριφορά, τότε μήπως η σχολή του Bauhaus αποτελεί την ακριβέστερη μεταφορά αυτής της αρχής στην αρχιτεκτονική παράδοση; 
Μπορεί ο οικονομικός ρασιοναλισμός να δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη θρησκευτική απομάγευση και τη μετατροπή του bourgeois σε αστό, όπως και για τη σταδιακή αντικατάσταση της υπαίθρου από τη μητροπολιτική εμπειρία, όμως ο προτεσταντισμός ως μια κυρίαρχη έκφραση του σύγχρονης χριστιανικής ηθικής ήταν και παραμένει ενεργός σε όλες τις ιστορικές διαδρομές του νεωτερικού βίου. Αν, μέσα στο οργανωμένο πλαίσιο της νεωτερικής κοινωνίας, χρέος και προορισμός κάθε πολίτη είναι η δικαίωση μέσα από το επάγγελμα, αυτή η εργασιακή υποχρέωση προϋπάρχει και επιβραβεύεται στον προτεσταντισμό. 
Το μορφολογικό πρότυπο του Bauhaus και οι ηθικές του προεκτάσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να θεωρήσουμε τελείως αυθαίρετη τούτη τη σύγκλιση. Όμως αυτό δεν φαίνεται να γίνεται συνειδητό σε όλους όσους η νεωτερική παράδοση αποτελεί αντικείμενο έρευνας. Σκληρή και επίμονη δουλειά, με πλήρη και αποκλειστική προσήλωση στο αντικείμενο, εν ολίγοις ένας ασκητικός βίος, στον οποίο ο καθένας διαλέγει τη δική του «συσσώρευση πλούτου», όταν μάλιστα αυτή η «συσσώρευση» δεν σημαίνει αποκλειστικά την συγκέντρωση χρήματων. Το εν λόγω μοτίβο δεν απουσιάζει από την πρακτική που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας. 
Αυτές οι επιλογές σχηματίζουν ένα είδος «προδιάθεσης» στα θεμέλια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Θα λέγαμε πως προλογίζουν ένα αισθητικό μόρφωμα, το οποίο επικροτεί την αφοσίωση στη δομική επανάληψη, τη γραμμική αυστηρότητα και τη λιτότητα στη φόρμα, την εξίσωση της απλότητας με την άμεση χρηστικότητα. Ο Tom Wolfe, στο γνωστό του λίβελο FromBauhaus to our house, κάποια στιγμή αναφέρεται έστω και αποσπασματικά στην «πουριτανική» αφθονία των ουρανοξυστών από γυαλί και ατσάλι. Δεν σχολιάζει, όμως, περαιτέρω την πιθανή σχέση του πουριτανισμού με τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.[i]  
Πολλά χρόνια νωρίτερα, ήταν και πάλι ο Max Weber εκείνος που εξέτασε το πώς η τάση για ομοιομορφία στη ζωή αντανακλάται στην τυποποίηση της παραγωγής, εκεί όπου το ανθρώπινο υποκείμενο υποτάσσεται στην ιδέα του «καθήκοντος»: «Ο άνθρωπος είναι μόνο ο διαχειριστής των αγαθών που ήρθαν σε αυτόν με τη χάρη του θεού. Πρέπει όμως ο δούλος της βίβλου να λογοδοτήσει για κάθε λεπτό που εμπιστευτήκαν σε αυτόν, και είναι τουλάχιστον επικίνδυνο να ξοδεύει κάτι από αυτό για ένα σκοπό που δεν υπηρετεί τη δόξα του πάρα μόνο την απόλαυση».[ii] Στην επόμενη πρόταση, ο Weber απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη και τον ρωτά: «Ποιος, που έχει τα ματιά του ανοικτά, δεν συναντάει εκπροσώπους της αντίληψης αυτής σήμερα;».[iii] Η διατύπωση του Γερμανού οικονομολόγου αναφέρεται βέβαια στις αρχές του 20ού αιώνα. Όμως και στην 4η βιομηχανική επανάσταση που βιώνουμε σήμερα η εισχώρηση του ασκητισμού στην εγκόσμια καθημερινή ζωή είναι αναμφισβήτητη.
Αν και το ύφος του Βαuhaus αφορά την αποφυγή της σπάταλης ή της χλιδής, που άλλες αρχιτεκτονικές σχολές θα ήταν αδύνατο να αποφύγουν, το πρόσταγμα για μια αισθητική της ολιγάρκειας σε συνδυασμό με το εγκόσμιο καθήκον της εργατικότητας κάνει τους μισητούς όσο και ποθητούς κύβους από γυαλί και ατσάλι να αντιστοιχούν στους συγχρόνους ναούς της πνευματικής άσκησης και προσευχής του συγχρόνου επιχειρηματία και των επαγγελμάτων της οικονομίας και γραφειοκρατίας γενικότερα. 
Ασφαλώς είναι αρκετό να κοιτάξουμε τους πρώτους «πελάτες» της σχολής του Bauhaus για να εξακριβώσουμε τις ομοιότητες αναμεσα στο καπιταλιστικο ήθος και την οικονομική τάξη και πως η τελευταία ανταποκρίνεται στην αρχιτεκτονική παραγωγή που αναπαράγει αυτές τις αξίες. Επιπρόσθετα, δεν  πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιδέα της «άνεσης» περιορίζεται από τις δραστηριότητες που είναι επιτρεπτές, τη διεκδίκηση ενός ύφους ζωής που είναι αντίθετο προς την απληστία. 
Εθισμοί –με την έννοια της σταθερής θέλησης– στη βάση ενός ασκητικού βίου, όπως ο αυτοέλεγχος, η εγκράτεια, η υπακοή και η δέσμευση στον επαγγελματικό ρόλο με την έννοια του καθήκοντος δεν βρίσκουν αναλογίες στην υλική συνθήκη του Bauhaus και του «διεθνούς ύφους»; Πασίγνωστες δηλώσεις του Mies van der Rohe όπως το “Less is more” ή το “God is inthe detail” δεν μαρτυρούν μιαν αντίστοιχη κοσμική ηθική;
Η δύναμη της πουριτανικής ηθικής αναπτύχθηκε σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας και εισέβαλε ασφαλώς στις πιο απόκρυφες γωνίες των ιδιωτικότητας, ευνοώντας τη μετρημένη απόλαυση των αγαθών μέσω του ασκητικού εξαναγκασμού για αποταμίευση, και του αναπόφευκτου σχηματισμού του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη μιας οικονομικά ορθολογικής ζωής ως καρπού της επαγγελματικής αφοσίωσης αντιμετωπίστηκε ως ευλογία του θεού. Έτσι και το Bauhaus κατά κάποιο τρόπο είναι από τις πιο «ευλογημένες» παραγωγικές επενδύσεις του κεφαλαίου στο χτιστό πολιτισμό. Αυτή η σύγκλιση λειτουργεί  ανεξάρτητα από τη γνωστή αθεΐα ή αγνωστικισμό των αρχιτεκτόνων που ακολουθούσαν το «διεθνές ύφος». Εξάλλου, όσον αφορά το Bauhaus, στην πλειοψηφία τους οι συντελεστές του είχαν προτεσταντική καταγωγή.


Thursday, March 7, 2019

Pomp, Circumstance, and the Performance of Politics: Acting 'Politically Correct' in the Ancient World



Pomp, Circumstance, and the Performance of Politics:  Acting 'Politically Correct' in the Ancient World

When we imagine ancient political life, we think of powerful rulers and awe-inspiring monuments, not grassroots movements. But if the cacophony of our modern political discourse can teach us anything, it's that negotiating power and legitimacy is an ongoing conversation, not a monologue. This conference investigates moments and spaces in the premodern world where audiences had the opportunity to weigh in on the messages their leaders were sending. How did ordinary people experience and contribute to their political realities, and what strategies did rulers use to gain support?
Bringing together scholars working in a wide variety of disciplines and time periods, from prehispanic Mesoamerica and early historic India to the Assyrian Empire and papal Rome, this conference takes a bottom-up approach to evaluating the risks and rewards of acting 'politically correct'—or incorrect!—in the ancient world.
March 7–8, 2019

The Oriental Institute, University of Chicago

Organized by Kathryn R. Morgan,
Postdoctoral Fellow