Showing posts with label Luddism. Show all posts
Showing posts with label Luddism. Show all posts

Tuesday, May 16, 2023

Νεολουδισμός: Όταν οι μηχανές δεν είναι εκεί για να τις επιτεθείς

Παρατηρώντας το άγχος των φίλων μου και ειδικά της μητέρας μου που αναστενάζουν κάθε φορά που υποχρεώνονται να οικειοποιηθούν τα χαρακτηριστικά μιας νέας  εφαρμογής ή της αναβάθμισης μιας παλιότερης, αναλογίζομαι πόσο επιβλαβής είναι η αναγκαιότητα της ψηφιακής προσαρμογής στην καθημερινότητα τους. Οι πρώτες μέρες του τεχνοφιλικού ρομαντισμού φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, στον βαθμό που ολοένα και περισσότεροι εγκαταλείπουν τις κοινωνικές πλατφόρμες. Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνω ότι ορισμένοι,  μετά την έξοδο από τις διαδικτυακές περιπλανήσεις, αφοσιώνονται σε χειροτεχνικές δραστηριότητες οι οποίες επιτρέπουν μια απτή σχέση με τον υλικό κόσμο. Όμως αυτές οι αντιδράσεις στην αυγή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης έχουν και ένα ιστορικό εκτόπισμα.

Ένα βράδυ, τον Μάρτιο του 1811 στο Nottingham, κάποιοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας κατέστρεψαν υφαντικές μηχανές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αλλαγές στις συνθήκες εργασίας τους. Αυτές  οι καταστροφές αποτελούσαν μέσο εξαναγκασμού των εργοδοτών τους για να κάνουν παραχωρήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα τους. Η βιομηχανική επανάσταση είχε εξαπλωθεί παντού στη Βρετανία και τα πρώτα δείγματα της μείωσης του εργατικού προσωπικού είχαν πυροδοτήσει ταραχές κυρίως στην καρδιά της κλωστοϋφαντουργίας της χώρας, σε περιοχές που εκκινούσαν από το Nottinghamshire και εξαπλωνόντουσαν στο Derbyshire και το Lancashire.   Όσον  άφορα τον περίφημο Ludd οι  πληροφορίες που έχουμε είναι ότι αποτελεί επινόηση των ριζοσπαστών εργατών οι οποίοι τον εκπροσωπούσαν με το ψευδώνυμο “Βασιλιάς Ned Ludd” και  διεύθυνση αποστολέα “τη σπηλιά του Ρομπέν των Δασών”. Πράγματι κάποια χρόνια νωρίτερα, το 1779, ο κύριος Ludd είχε καταστρέψει δύο μηχανές πλεκτών άλλα δεν ήταν ο υποκινητής των ταραχών που ακολούθησαν, ούτε ζούσε σαν τον θρυλικό  Ρομπέν στο Δάσος Sherwood.1

Σήμερα ο Νεολουδισμός  στην πλειονότητα γίνεται αποδεκτός με περιφρόνηση. Μια ‘εκσυγχρονιστική’ στάση για αυτούς που συμμερίζονται κάθε τεχνολογικό νεωτερισμό, και η οποία είναι η κυρίαρχη, τον αντιλαμβάνεται ως οπισθοδρομισμό απέναντι στις εξελίξεις της τεχνολογίας και τους Λουδίτες ως άτομα τεχνοφοβικά με τη  φαντασίωση της επιστροφής σε μια πρωτόγονη εμπειρία.

Όμως είναι ξεκάθαρο ότι ο εφιάλτης που βιώνουμε άφορα την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πρότεινε ο Λουδισμός. Είναι η σχεδόν μη αναστρέψιμη καταστροφική πορεία του οίκο-περιβαλλοντολογικού συστήματος.  Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολήσει δεν είναι τόσο οι  εσχατολογικές προοπτικές ενός ριζοσπαστικού αντιτεχνολογικού διακυβεύματος άλλα ότι οι αποκλειστικά τεχνοκρατικές λύσεις έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς. Όσοι λοιπόν ειρωνικά επισημαίνουν μια προβιομηχανική Αρκαδία ως το πρότυπο του Λουδισμού, ας σκεφτούν  για τις συνέπειες εκείνου του μοντέλου ανάπτυξης που δεν έχει την ικανότητα να διαμορφώσει μια άλλη πορεία, και ας αποδεχθούν ότι ο καπιταλισμός οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον προσαρμοστικότητα και ευελιξία.

Συνεπώς, το βίαιο σπάσιμο των μηχανών μπορεί να κλειδωθεί στις συμβολικές του διαστάσεις, όπου διαταράσσεται το υπάρχον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο. Έξαλλου σήμερα δεν θα περιμέναμε εργάτες με τσεκούρια και βαριοπούλες άλλα χάκερς και ψηφιακούς πειρατές να σαμποτάρουν τις ψηφιακές μηχανές. Και στην περίπτωση μας, δεν πρόκειται για μια ιδεολογική σέχτα ή μια περιθωριακή ομάδα η οποία μάχεται για το σταμάτημα του παραγωγικού χρόνου, άλλα για μια αυθόρμητη στάση που συγκροτείται από διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση τα όρια αυτού του μοντέλου ανάπτυξης. Ο Jathan Sadowski, κοινωνικός επιστήμονας που μελετά τις νέες τεχνολογίες, στο ερώτημα του για το πώς θα έμοιαζε ο Λουδισμός σήμερα απαντάει πως θα τον υπερασπιζόμασταν ως ένα κίνημα που θα αντιμετώπιζε την τεχνολογία ως ένα πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο που οφείλει να εξετάζεται με κριτικό τρόπο και ο τρόπος του να κυβερνιέται να  είναι δημοκρατικός.2
Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσουμε με τον Μαρξ όταν επισημαίνει ότι η αμφισβήτηση και οι επιθέσεις στις τεχνολογικές δομές δεν έχουν νόημα να στρέφονται στα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά μόνο ενάντια στην κοινωνική και ταξική μορφή της εκμετάλλευσής τους. Το πρόβλημα  σχετίζεται με τους οπτιμιστικούς προοδευτισμούς γύρω από την τεχνολογία και όχι με την ίδια την μηχανή.

Αν, όμως, στις αρχές του 19 αιώνα ο Λουδισμός ήταν μια σημαντική κατάκτηση στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της κυριαρχίας της μηχανής πάνω στην ανθρώπινη εργασία, σήμερα ο Νεολουδισμόςέχει μεγαλύτερη σημασία.

Θεωρώ ότι δεν είναι μόνο τα εργασιακά δικαιώματα που απειλούνται άλλα και η ίδια η δυναμική της φαντασίας που ο τεχνοκρατικός πολιτισμός  επιβάλει. Στην υπάρχουσα σφαίρα του ψηφιακού καπιταλισμού, φαίνεται να  έχει διαφύγει από την υπάρχουσα κριτική ένας συλλογισμός για την αναγκαιότητα της πρωταρχικής φαντασίας. Το άλμα της φαντασίας, μέσα από το οποίο διεξάγονται βαθμιαία οι έννοιες και οι αφηγήσεις, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο γιατί απλά η εκκίνηση μιας σκέψης διαμορφώνεται εξαρχής από τις μηχανές  αναζήτησης. Το αρχικό τόλμημα της σκέψης, άλλα και της έμπνευσης, εκπληρώνεται άμεσα με τους αλγορίθμους και την τεχνητή νοημοσύνη που γνωρίζουν καλύτερα από εμάς την διστακτικότητα των δικών μας συλλήψεων και μας προσφέρουν απαντήσεις σε δευτερόλεπτα. Ο Αντόρνο ίσως να μην είχε στο νου του την πραγματολογική διάσταση της αισθητικής πρόσληψης όταν ανέφερε ότι κανένα έργο τέχνης δεν πρέπει να εξηγηθεί υπό όρους επικοινωνίας, όμως ο λόγος του είναι ιδιαίτερα επίκαιρος όταν γνωρίζουμε ότι η προβολή του νοήματος είναι  κύριο συστατικό στο σύνολο της εικαστικής πρακτικής σήμερα.3

Σε ένα διορατικό κείμενο, ο Jean-François Lyotard αναρωτιέται για το ειδικό βάρος της επικοινωνίας στην τέχνη “σε μια εποχή που τα προϊόντα της  τεχνολογίας δεν μπορούν να προκύψουν χωρίς τη μαζική και ηγεμονική παρέμβαση της έννοιας”.4

Κάθε χειρονομία, όσο ελάχιστη και ασήμαντη με τις επικοινωνιακές υποσχέσεις της ψηφιακής τεχνολογίας αποζητά το μέγιστο της προσοχής. 

Όμως ο  καλύτερος τρόπος για να διαπιστώσουμε το zeitgeist  της  επικοινωνιακής υστερίας θεωρώ ότι βρίσκεται στις καλλιτεχνικές πρακτικές. Μια κατηγορία  εγκαταστάσεων  που βασίζεται στην έρευνα  συμπεριλαμβάνει  τις στρατηγικές  της συσσώρευσης και χωροθέτησης των πληροφοριών, με την παράθεση βιβλίων και ενημερωτικών φυλλαδίων σε συνδυασμό με οπτικοακουστικό υλικό που συνοδεύεται με laptops, ταμπλέτες και monitors. Οι αρχειοθετημένες καταγραφές που κατανέμονται χωρικά συνήθως στον οριζόντιο άξονα μιας βιτρίνας απασχολούν τη σκέψη της ιστορικού τέχνης Claire Bishop, η οποία υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να κατανοηθούν απομονωμένα από τις σύγχρονες εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία.5

Η συγκέντρωση ενημερωτικού υλικού στις εικαστικές εγκαταστάσεις έχει μια αντιστοιχία με τον τρόπο με τον οποίο αναζητούμε και αποθηκεύουμε πληροφορίες στο διαδίκτυο και αυτή η αλλαγή μοντέλου σκέψης και παραγωγής γνώσης δεν είναι έκδηλη, όπως ήδη περιγράψαμε μόνο στα ψηφιακά εργαλεία, άλλα επικεντρώνεται  και στη σχέση μας με την απτή ύλη. Και είναι κατανοητό.

Όταν όμως η προβολή του νοήματος σχετίζεται αποκλειστικά με την επιλογή έτοιμων δεδομένων, η “αυθεντικότητα”, μια λέξη τόσο κυνηγημένη και εν μέρει εξιδανικευμένη για τους λάθος λόγους, δεν έχει υπόσταση και αποκτάει γραφικό χαρακτήρα. Πράγματι, απέναντι στην επέλαση της πληροφορίας, χειροτεχνικές μαρτυρίες της τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική μπορεί να φανούν παρωχημένες.

Σε αυτό το καθεστώς, “μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου”  υποστήριζε ο Guy Debord στην “κοινωνία του θεάματος” πριν την κυριαρχία της ψηφιακης πληροφορίας.6 Σήμερα το “χάσιμο” των χρηστών του ίντερνετ  λειτουργεί κυριολεκτικά ως  μια αντιστροφή της ζωής. Και αν το ατομικό στοιχείο ενθαρρύνεται με τη ναρκισσιστική ρουτίνα των selfies και την ανάδειξη ενός αγοραίου κοσμοπολιτισμού, αυτό εντάσσεται στη σφαίρα του “επιχειρείν”, στην καταγραφή ενός  “φαίνεσθαι” της ιδιοτυπίας της συμπεριφοράς, η οποία στοχεύει στη μέγιστη δυνατή επικοινωνία, με την προσδοκία να φτάσουν τα posts σε όσους τον δυνατόν περισσότερους αποδέκτες.

Θεωρώ ότι το να αρνηθούμε λοιπόν τη σύνταξη ενός νεολουδητικού ρεύματος είναι σαν να θεωρούμε ότι όλα είναι υπέροχα τακτοποιημένα στην καθολική παντοδυναμία ενός τεχνητού κόσμου, ο οποίος μέσα στους αυτοματοποιημένους μηχανισμούς του είναι σε θέση να διαχειριστεί και να καθυποτάξει τη σωματικότητα μας. 

Το ερώτημα λοιπόν πλανάται σε ένα κόσμο όπου κάθε πτυχή της ύπαρξής μας οριοθετείται και υπαγορεύεται με οθόνες και πληκτρολόγια. Αν προσγειώσουμε τον Λουδισμό στη σημερινή εποχή, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική να συντριβεί η μηχανή. Εξάλλου η τεχνολογική υπεροχή δεν ταυτίζεται στο αντικαπιταλιστικό φαντασιακό με τη χρήση τεράστιων μεταλλικών τερατόμορφων κατασκευών και οι άπειρες διαδυκτιακές προσβάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα σπάσιμο του κινητού η του λάπτοπ άλλα με μια αποφασιστική μαζική περιφρόνηση των ψηφιακών εφαρμογών.

Με βάση τα όσα έχουμε αναπτύξει, ίσως να μην μας κάνει έκπληξη η προτροπή του Richard Seymour, ο οποίος, στο σύγγραμμα που φέρει τον τίτλο twittering machine και που τον δανείζεται από το προφητικό έργο του Paul Klee (Zwitscher-Maschine, 1922), μας επισημαίνει ότι  ..έχουμε ανάγκη  από μια αποφυγιολογία (escapology), σίγουρα, μια θεωρία για το πώς να βγούμε έξω πριν να είναι πολύ αργά.”.7

Θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε περισσότερο θάρρος, ώστε ν’ αδιαφορήσουμε για την εθιστική κουλτούρα της παιχνιδοποίησης των κοινωνικών μέσων, με τις εικονικές “καρδιές’ και τις προσδοκίες απο αφοσιωμένους και ταυτόχρονα  άβουλους  ακόλουθους . Μπορεί το like να μην το “σπάσουμε” άλλα είναι εφικτό  να  υποβαθμίσουμε  μια πτυχή του, εκείνη της ανώδυνης επικοινωνίας. Το να προστατεύσουμε  τα προσωπικά μας δεδομένα  αποφεύγοντας τις εφαρμογές και τα γκάτζετς είναι μια επιλογή, το να τα στρέψουμε ενάντια τους με μαζικές αντιδράσεις είναι η επόμενη.

Κωστής Βελώνης


1 E. J. Hobsbawm, “The Machine Breakers”, Past and Present 1 (1952): σ. 57-70

2 athan Sadowski“I’m a Luddite. You should be one too.” The Conversation, 9 August 2021

3 Adorno, Theodor W, Αισθητική Θεωρία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1989

4 Jean-François Lyotard  “Κάτι όπως επικοινωνία .. χωρις επικοινωνία” στο Απάνθρωπο, Κουβέντες για τον χρόνο, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης. Αθήνα, Πλέθρον, 2019. σ.170

5 Claire Bishop “On the superabundance of research-based art”, Artforum.com, April 5, 2023

6 Guy Debord, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Π. Τσαχαγέας – Ν.Β. Αλεξίου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1986, σελ. 26

7  The Twittering Machine: How Capitalism Stole Our Social Life, London, The Indigo Press, 2019, σ. 15



https://popaganda.gr/postscripts/neoloydismos-otan-oi-michanes-den-einai-ekei-gia-na-tis-epitetheis/





Monday, April 3, 2023

You say you want a revolution…


Edward Ludlam’s name didn’t do the decent thing and die with its owner in the summer of 1776. Instead it emerged rudely triumphant more than 30 years after Edward – or Ned – was laid to rest at St Mary’s Church in Anstey.

If the name rings a bell, it’s because Ned Ludd was once used as a signatory by smash-happy men and women across Leicestershire, Derbyshire and Nottinghamshire. Men and women who were out of work because new knitting and stocking machines had taken their jobs.

During five years of hardship and strife, many a wooden frame was chopped to bits. Who dunnit? Ned Ludd dunnit officer. Duh.

Dead Ned’s name was to plague those technology-savvy industrialists who had brought poverty to thousands of families across the East Midlands. Threatening letters were sent to factory owners signed Ned Ludd, General Ludd and King Ludd.

The Luddites, as they now called themselves, destroyed 200 new stocking frames in one three-week period in early 1811. In the East Midlands, the heart of the country’s textile industry, the fighting spread from Nottinghamshire and then to Leicestershire and Derbyshire.

Parliament, as it is wont to do, cruelly rounded on the starving and desperate, passing legislation which made damaging machines punishable by death. At this time, almost 90 per cent of the 20,000 stocking frames in use in the country were located in the region, with records showing almost 12,000 were in Leicestershire.

Lord Byron, quite possibly the sexiest person who ever lived, was one of the few MPs to speak in defence of the starving people in his native Midlands. Byron, FYI, was a Nottinghamshire lad.

And factory owners, we know, had good cause to worry about their safety.

In 2006, underground passages and a chamber were found beneath a house in Loughborough that once belonged to lace magnate John Heathcote.

Heathcote had good reason to fear the Luddites – they had already destroyed a lace mill of his in Loughborough in 1816. But with all this, the mystery still remains – why did the Luddites take Ned Ludlam’s name?

It was a cover name, the same as Robin Hood,” local history enthusiast Brian Kibble told the Mercury in 2006.

They used it to protect their real names. The Luddites supposedly got their name by the actions of Ned Lud, or Edward Ludlam, from Anstey.

Ned, well, he wasn’t quite all there, and that is one of the stories that has come down.

There’s a story that he’d been teased by local children, and he chased them and he lost them. And, apparently, in his frustration, in one of the cottages, he smashed up this knitter’s frame.

The other legend was that he was the son of a knitting frame worker and his father had chastised him one day and, in revenge, he smashed up the frame.

Whatever the truth,” says Brian, “somewhere along the line he seems to have been responsible for smashing up machinery.”

Ned’s name lived on in the village down the years.

Apparently,” chortles Brian, “it used to be a saying in the village that if something was broken or damaged it had been Ned Ludded.”

Ever since, “Luddite” has been a Leicestershire-inspired entry in the Oxford English Dictionary. One, as a word for the English workers who fought for their jobs between 1811 and 1816, and now, more commonly, a disparaging word used for those opposed to or uneasy with new technology.

https://leicestershirelalala.com/you-say-you-want-a-revolution-the-luddites-were-chissits-too/




 

Monday, February 13, 2023

I’m a Luddite. You should be one too

I’m a Luddite. This is not a hesitant confession, but a proud proclamation. I’m also a social scientist who studies how new technologies affect politics, economics and society. For me, Luddism is not a naive feeling, but a considered position. 
And once you know what Luddism actually stands for, I’m willing to bet you will be one too — or at least much more sympathetic to the Luddite cause than you think. 
Today the term is mostly lobbed as an insult. Take this example from a recent report by global consulting firm Accenture on why the health-care industry should enthusiastically embrace artificial intelligence:
Excessive caution can be detrimental, creating a luddite culture of following the herd instead of forging forward.
To be a Luddite is seen as synonymous with being primitive — backwards in your outlook, ignorant of innovation’s wonders, and fearful of modern society. This all-or-nothing approach to debates about technology and society is based on severe misconceptions of the real history and politics of the original Luddites: English textile workers in the early 19th century who, under the cover of night, destroyed weaving machines in protest to changes in their working conditions.
Our circumstances today are more similar to theirs than it might seem, as new technologies are being used to transform our own working and social conditions — think increases in employee surveillance during lockdowns, or exploitation by gig labour platforms. It’s time we reconsider the lessons of Luddism.
Even among other social scientists who study these kinds of critical questions about technology, the label of “Luddite” is still largely an ironic one. It’s the kind of self-effacing thing you say when fumbling with screen-sharing on Zoom during a presentation: “Sorry, I’m such a Luddite!”
It wasn’t until I learned the true origins of Luddism that I began sincerely to regard myself as one of them. 
The Luddites were a secret organisation of workers who smashed machines in the textile factories of England in the early 1800s, a period of increasing industrialisation, economic hardship due to expensive conflicts with France and the United States, and widespread unrest among the working class. They took their name from the apocryphal tale of Ned Ludd, a weaver’s apprentice who supposedly smashed two knitting machines in a fit of rage.
The contemporary usage of Luddite has the machine-smashing part correct — but that’s about all it gets right.
First, the Luddites were not indiscriminate. They were intentional and purposeful about which machines they smashed. They targeted those owned by manufacturers who were known to pay low wages, disregard workers’ safety, and/or speed up the pace of work. Even within a single factory — which would contain machines owned by different capitalists — some machines were destroyed and others pardoned depending on the business practices of their owners.
Second, the Luddites were not ignorant. Smashing machines was not a kneejerk reaction to new technology, but a tactical response by workers based on their understanding of how owners were using those machines to make labour conditions more exploitative. As historian David Noble puts it, they understood “technology in the present tense”, by analysing its immediate, material impacts and acting accordingly.
Luddism was a working-class movement opposed to the political consequences of industrial capitalism. The Luddites wanted technology to be deployed in ways that made work more humane and gave workers more autonomy. The bosses, on the other hand, wanted to drive down costs and increase productivity. 
Third, the Luddites were not against innovation. Many of the technologies they destroyed weren’t even new inventions. As historian Adrian Randall points out, one machine they targeted, the gig mill, had been used for more than a century in textile manufacturing. Similarly, the power loom had been used for decades before the Luddite uprisings. 
It wasn’t the invention of these machines that provoked the Luddites to action. They only banded together once factory owners began using these machines to displace and disempower workers.
The factory owners won in the end: they succeeded in convincing the state to make “frame breaking” a treasonous crime punishable by hanging. The army was sent in to break up and hunt down the Luddites. 
The Luddite rebellion lasted from 1811 to 1816, and today (as Randall puts it), it has become “a cautionary moral tale”. The story is told to discourage workers from resisting the march of capitalist progress, lest they too end up like the Luddites.
Today, new technologies are being used to alter our lives, societies and working conditions no less profoundly than mechanical looms were used to transform those of the original Luddites. The excesses of big tech companies - Amazon’s inhumane exploitation of workers in warehouses driven by automation and machine vision, Uber’s gig-economy lobbying and disregard for labour law, Facebook’s unchecked extraction of unprecedented amounts of user data - are driving a public backlash that may contain the seeds of a neo-Luddite movement.
As Gavin Mueller writes in his new book on Luddism, our goal in taking up the Luddite banner should be “to study and learn from the history of past struggles, to recover the voices from past movements so that they might inform current ones”. 
What would Luddism look like today? It won’t necessarily (or only) be a movement that takes up hammers against smart fridges, data servers and e-commerce warehouses. Instead, it would treat technology as a political and economic phenomenon that deserves to be critically scrutinised and democratically governed, rather than a grab bag of neat apps and gadgets.
In a recent article in Nature, my colleagues and I argued that data must be reclaimed from corporate gatekeepers and managed as a collective good by public institutions. This kind of argument is deeply informed by the Luddite ethos, calling for the hammer of antitrust to break up the tech oligopoly that currently controls how data is created, accessed, and used.
A neo-Luddite movement would understand no technology is sacred in itself, but is only worthwhile insofar as it benefits society. It would confront the harms done by digital capitalism and seek to address them by giving people more power over the technological systems that structure their lives.
This is what it means to be a Luddite today. Two centuries ago, Luddism was a rallying call used by the working class to build solidarity in the battle for their livelihoods and autonomy. 
And so too should neo-Luddism be a banner that brings workers together in today’s fight for those same rights. Join me in reclaiming the name of Ludd!
Text by Jathan Sadowski 
https://theconversation.com/im-a-luddite-you-should-be-one-too-163172