Showing posts with label Greek Poetry. Show all posts
Showing posts with label Greek Poetry. Show all posts

Tuesday, September 19, 2023

Η εγκατάλειψη

 Βάλια Τσαίτα Τσιλιμένη, 2017

Wednesday, February 22, 2023

ΝΟΤΙΑΣ

 


 Γιάννης Ρίτσος 

South Wind


Yannis Ritsos

Sunday, January 15, 2023

Μαζί μου είπα να πάρω ένα δέντρο για σκιά


Μα πού είναι το δέντρο και πού ο ίσκιος; Οι ποιητές ούτε νεκροί δεν μας αφήνουν να ξαποστάσουμε. Φτιάχνουν έναν ξαφνικό ουρανό δίπλα στις λέξεις τους και φεύγουμε ορμητικά για το παρόν, καθώς τις ανταμώνουμε.


Δ.Π. Παπαδίτσας,1980 

Sunday, January 1, 2023

AUBADE


Εδώ δεν φτάνει ο πόλεμος· κοιτάζω:

ένας κοκκινολαίμης στο μπαλκόνι

τινάζει από πάνω του τον ύπνο

σε μια κηλίδα ήλιο κι ανασαίνουν

τα φύλλα της ελιάς μέσα στη γλάστρα

με την πνοή του αέρα· ξημερώνει.


Διονύσης Καψάλης, 2022 

Tuesday, August 23, 2022

Επουλωση

 


Γιάννης Ρίτσος 

Healing


Yannis Ritsos

Wednesday, January 26, 2022

Η στάχτη

 


#ΜίλτοςΣαχτούρης 

Sunday, September 26, 2021

Ατιτλο


Μυρσίνη Γκανά, Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ, 2020

Ουράνιο τόξο


 Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός, Κωμωδία, 2021

  

Friday, April 23, 2021

Κλωνάρι


Ένα μικρό κλωνάρι
δείχνει 
–π
άντα έδειχνε 
την απλωμένη θάλασσα
τον ήλιο που το κατοικεί
χρώματαανάμεικτα με χρόνους,
εποχέςστερήσειςόνειρα,
μπ
λέκονται στο αίμα του,
το χωμάτινοτο λιγοστό.

 

Λένα Σαμαρά

 

 

 

Friday, March 19, 2021

Wednesday, September 16, 2020

Υπόμνημα


Από τη δύση να μπαίνεις στην πόλη
να χαμηλώνει το κάστρο
κι έπειτα να βλέπεις κομματάκι κομματάκι
ανάμεσα από τα κτίρια
και στο τέλος μερικών δρόμων
λίγα από τα τείχη
έναν-δυο πύργους
κι όταν ανοίγεις τα παράθυρα
πριν ξεκλειδώσεις
πριν μπεις στο δωμάτιο
να παύεις λιγάκι

 

 

Paul Cendrier2017

Thursday, September 3, 2020

Ὁ βυθός


Ἕνας ναύτης ψηλὰ
στὰ κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μέσ᾿ στὸ φεγγάρι

Κι ἡ κοπέλα ἀπ᾿ τὴ γῆς
μὲ τὰ κόκκινα μάτια
λέει ἕνα τραγούδι
ποὺ δὲ φτάνει ὡς τὸ ναύτη

Φτάνει ὡς τὸ λιμάνι
φτάνει ὡς τὸ καράβι
φτάνει ὡς τὰ κατάρτια

Μὰ δὲ φτάνει ψηλὰ στὸ φεγγάρι

 

Μίλτος Σαχτούρης 


Monday, August 10, 2020

Ελπήνωρ

 Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ...

         ΟΜΗΡΟΣ


Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα που ’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Ελπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νά ’ρθεις αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

 

Τάκης Σινόπουλος, 1951

 

Monday, July 13, 2020

Το δάσος επάνω σε τέσσερεις ξύλινες ρόγες έφευγε



Επαμεινώνδας Γονατάς, Η Κρύπτη, 1959 


Thursday, July 9, 2020

Εμε δείλαν, εμε παίσαν κακοτάτων πεδέχοισαν





Αλκαίος ο Μυτιληναίος

Alcaeus of Mytilene

Thursday, July 2, 2020

Ευρύαλε γλαυκέων χαρίτων θάλος


Ευρύαλε γλαυκέων χαρίτων θάλος 
καλλικόμων μελέδημα, σὲ μὲν Κύπρις
ἅ τ᾽ ἀγανοβλέφαρος Πει-
θὼ ῥοδέοισιν ἐν ἄνθεσι θρέψαν

Ευρύαλε, βλαστάρι των γλαυκόμματων Χαρίτων, αγαπημένε των ωριόμαλλων Μουσών, εσένα σε ανάστησε η Κύπριδα, κι η Πειθώ με τα τρυφερά τα βλέφαρα, ανάμεσα στ᾽ άνθια της τριανταφυλλιάς

Ίβυκος, απ. 228, μτφρ. Νικος Καζάζης

Saturday, May 30, 2020

Το κυπαρίσσι


Εξαίρεση,
το κυπαρίσσι:
μόνο αυτό
διψά για ουρανό,
μόνο αυτό
μάχεται να ξεφύγει.

Όλα τά άλλα
ερωτοτροπούνε με τη γη

Xρίστος Λάσκαρης