Saturday, November 27, 2021

Γαία και Χθονία

I.

Στην κλασική ελληνική, η γη έχει δύο ονόματα, τα οποία αντιστοιχούν σε δύο διακριτές, αν όχι αντίθετες πραγματικότητες: γῆ (ή γαῖα) και χθών. Σε αντίθεση με μια θεωρία που είναι διαδεδομένη σήμερα, οι άνθρωποι δεν κατοικούν μόνο τη γαῖα, αλλά προπαντός συνδέονται με τη χθόνα, που σε κάποιες μυθικές αφηγήσεις προσλαμβάνει τη μορφή μιας θεάς, της οποίας το όνομα είναι Χθονίη, Χθονία. Έτσι, η θεολογία του Φερεκύδη της Σύρου αρχικά αριθμεί τρεις θεότητες: τον Δία, τον Χρόνο και τη Χθονίη και προσθέτει ότι «δόθηκε στη Χθονίη το όνομα Γῆ, αφού ο Δίας της έδωσε ως δώρο τη γη (γῆν)». Ακόμα κι αν η ταυτότητα της θεάς παραμένει απροσδιόριστη, η Γῆ είναι εδώ μια συμπληρωματική φιγούρα σε σχέση με αυτήν, σχεδόν ένα άλλο όνομα από εκείνο της Χθονίης. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον Όμηρο οι άνθρωποι ορίζονται με το επίθετο ἐπιχθόνιοι (χθόνιοι, που βρίσκονται πάνω στη χθόνα), ενώ το επίθετο ἐπίγαιος ή ἐπίγειος αναφέρεται μόνο στα φυτά και τα ζώα. 

Το γεγονός είναι ότι με τις λέξεις χθών και γαῖα ονοματίζονται δύο όψεις της γης τρόπον τινά αντιθετικές: η χθών είναι η εξωτερική όψη του κάτω κόσμου, η γη από την επιφάνεια προς τα κάτω, η γαῖα είναι η γη από την επιφάνεια προς τα πάνω, η όψη που η γη στρέφει προς τον ουρανό. Αυτή η στρωματογραφική ποικιλομορφία αντιστοιχεί στην ασυμφωνία πρακτικών και λειτουργιών: η χθών δεν είναι καλλιεργήσιμη ούτε είναι δυνατό σε κάποιον να προσποριστεί τροφή από αυτήν, διαφεύγει από το αντιθετικό σχήμα πόλης/υπαίθρου και δεν είναι αγαθό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατοχής ή ιδιοκτησίας· η γαῖα, από την άλλη πλευρά, όπως θυμίζει εμφατικά ο επώνυμος ομηρικός ύμνος [1] «θρέφει όλα όσα βρίσκονται πάνω στην χθόνα» (ἐπὶ χθονὶ) και παράγει τις σοδειές και τα αγαθά που πλουτίζουν τους ανθρώπους: για εκείνους που η γαῖα τιμά με την εύνοιά της «η σπαρμένη και ζωοπάροχη γη βρίθει από καρπούς, στα χωράφια τους τα ζωντανά ευημερούν, στο σπίτι τους υπάρχουν περίσσια πλούτη και κυβερνούν με δίκαιους νόμους τις πόλεις των όμορφων γυναικών» (στ. 9-11).

Η θεογονία του Φερεκύδη περιέχει την πιο αρχαία μαρτυρία για τη σχέση μεταξύ Γῆςκαι Χθονός, μεταξύ Γαίας και Χθονίας. Ένα απόσπασμα που μας έχει διασωθεί από τον Κλήμεντα της Αλεξάνδρειας προσδιορίζει τη φύση του δεσμού τους, διευκρινίζοντας ότι ο Δίας νυμφεύεται τη Χθονίη και, όταν, σύμφωνα με το γαμήλιο τελετουργικό των ανακαλυπτηρίων, η νύφη αφαιρεί το πέπλο της και εμφανίζεται γυμνή στον γαμπρό, ο Δίας την σκεπάζει με «ένα μεγάλο και όμορφο μανδύα», στον οποίο «είχε κεντήσει τη Γῆ και τον Ὠκεανό με ποικίλα χρώματα». Η Χθών, ο κάτω κόσμος, είναι επομένως κάτι αβυσσαλέο, το οποίο δεν μπορεί να εμφανιστεί στη γυμνότητά του και το ένδυμα με το οποίο ο θεός το καλύπτει δεν είναι άλλο από τη Γαῖα, την υπέρτατη γη. Ένα απόσπασμα από το Άντρο των Νυμφών του Πορφυρίουμάς πληροφορεί ότι ο Φερεκύδης χαρακτήριζε τη χθόνια διάσταση ως βάθος, «μιλώντας για εσοχές (μυχούς), μεγάλους λάκους (βόθρους), σπήλαια (ἄντρα)», που νοούνται ως οι πόρτες (θύραι, πύλαι) τις οποίες οι ψυχές διασχίζουν κατά τη γέννηση και το θάνατο. Η γη είναι μια διττή πραγματικότητα: Η Χθονία είναι το άμορφο και κρυμμένο βάθος που καλύπτει η Γαῖα με τo πολύχρωμο και περίπλοκο ξόμπλι των λόφων, των ανθόσπαρτων αγρών, των χωριών, των δασών και των κοπαδιών. 

Ακόμα και στη Θεογονία του Ησίοδου η γη έχει δύο όψεις. Η Γαῖα, «σταθερή βάση όλων των πραγμάτων», είναι το πρώτο πλάσμα του Χάους, αλλά το χθονικό στοιχείο αναφέρεται αμέσως μετά και, όπως στον Φερεκύδη, ορίζεται με τον όρο μυχός: «τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους ευρείς δρόμους (μυχοί χθονὸς εὐρυοδείης)». Εκεί που η στρωματογραφική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αντιθετικών πτυχών εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα, είναι στον Ομηρικό Ύμνο προς τη Δήμητρα. Ήδη στην αρχή, όταν ο ποιητής περιγράφει τη σκηνή της απαγωγής της Περσεφόνης ενώ αυτή συλλέγει άνθη, η επίκληση της Γαίας γίνεται δύο φορές. Και στις δύο περιπτώσεις η Γαῖα παρουσιάζεται ως ανθισμένη επιφάνεια που η γη στρέφει προς τον ουρανό: «τα τριαντάφυλλα, οι κρόκοι, οι όμορφες βιολέτες σε ένα τρυφερό λιβάδι και οι ίριδες, οι υάκινθοι και οι νάρκισσοι που η Γαῖα κάνει να θάλλουν κατά το θέλημα του θεού […] στο άρωμα του άνθους ο ουρανός ψηλά και η γη χαμογέλασαν». Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, «η Χθών με τα αχανή μονοπάτια άνοιξε διάπλατα (χάνε [2]) στο πεδίο του Νυσίου και ο «πολυδέγμων άναξ», ο βασιλιάς δηλαδή που δέχεται πολλούς, αναρίθμητους στην επικράτειά του, εξήλθε ορμητικά (ὄρουσεν [3]) με τα αθάνατα άλογά του». Ότι πρόκειται για μια κίνηση από τα έγκατα προς την επιφάνεια, υπογραμμίζεται από το ρήμα ὄρνυμι, που σημαίνει «ανέρχομαι, εγείρομαι», σαν από το χθόνιο βάθος της γης ο θεός να αναδύεται στη Γαῖα, την επιφάνεια της γης που κοιτάζει προς τον ουρανό. Στη συνέχεια, όταν η ίδια η Περσεφόνη αφηγείται στη Δήμητρα την απαγωγή της, η κίνηση αντιστρέφεται και εκείνη που ανοίγει τώρα είναι η γαῖα (γαῖα δ’ ἔνερθε χώρησεν), έτσι ώστε ο «ἄναξ κρατερὸς πολυδέγμων», ο κραταιός βασιλιάς που δέχεται στα σκοτεινά του δώματα πλήθη αναρίθμητα, να μπορέσει να τη σύρει κάτω από τη γη με το χρυσό άρμα του (στ. 429-31). Είναι σαν η γη να είχε δύο πόρτες ή ανοίγματα, μία που ανοίγει από τα έγκατά της προς τη Γαῖα και μία που οδηγεί από τη Γαῖα στην άβυσσο της Χθονίας.

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δύο πόρτες, αλλά για ένα μόνο κατώφλι, το οποίο ανήκει εξ ολοκλήρου στην χθόνα. Το ρήμα που χρησιμοποιείται στον συγκεκριμένο ύμνο αναφορικά με τη Γαῖα δεν είναι τώρα το χαίνω, με τη σημασία του ανοίγω διάπλατα, αλλά το χωρέω, που σημαίνει απλά «δίνω χώρο». Η Γαῖα δεν ανοίγει, αλλά δίνει χώρο για τη διέλευση της Περσεφόνης. Η ίδια η ιδέα ενός περάσματος μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου, ενός ύψους με έσχατο βάθος (profundus: altus et fundus) είναι καθαρά χθονική και, όπως θυμίζει η Σίβυλλα στον Αινεία, η πόρτα του Άδη είναι κυρίως στραμμένη προς τον κάτω κόσμο (Facilis descensus Averno...[4]). Ο λατινικός όρος που αντιστοιχεί στη χθόνα δεν είναι ο tellus, ο οποίος ορίζει μια οριζόντια έκταση, αλλά ο humus, που υποδηλώνει κατεύθυνση προς τα κάτω, προς τα υπόγεια στρώματα της γης (πρβ. humare, που σημαίνει θάβω) και είναι σημαντικό ότι από αυτή τη ρίζα προήλθε η ονομασία του ανθρώπου (hominem appellari quia sit humo natus). To γεγονός ότι ο άνθρωπος (uomo [5]) είναι «ανθρώπινος» (umano), δηλαδή επίγειος, στον κλασικό κόσμο δεν συνεπάγεται δεσμό με την Γαῖα, με την επιφάνεια της γης που βλέπει στον ουρανό, αλλά οπωσδήποτε στενότατη σύνδεση με τη χθόνια σφαίρα του έσχατου βάθους. 

Ότι ο όρος χθών παραπέμπει στην ιδέα της διάβασης και του περάσματος καταδεικνύεται από το επίθετο εὐρυόδεια που τον συνοδεύει σταθερά στον Όμηρο και τον Ησίοδο, το οποίο μπορούμε να μεταφράσουμε «με την ευρεία οδό», μόνο εάν δεν ξεχνάμε πως με τη λέξη ὁδός υπονοείται η ιδέα της διέλευσης προς έναν προορισμό, στη συγκεκριμένη περίπτωση προς τον κόσμο των νεκρών: ένα ταξίδι που όλοι είναι προορισμένοι να κάνουν (είναι πιθανό πως ο Βιργίλιος γράφοντας facilis descensus, θυμήθηκε την ομηρική διατύπωση). 

Στη Ρώμη, ένας κυκλικός λάκκος, ονομαζόμενος mundus, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, είχε σκαφτεί από τον Ρωμύλο, όταν ιδρύθηκε η πόλη, συνέδεε τον κόσμο των ζωντανών με τον χθόνιο κόσμο των νεκρών. Ο λάκκος, σφραγισμένος με μια πέτρα που αποκαλούνταν manalis lapis, άνοιγε τρεις φορές το χρόνο και εκείνες τις μέρες, κατά τις οποίες έλεγαν ότι o mundus patet, ότι δηλαδή ο κόσμος μένει ανοιχτός και «τα μυστηριώδη και απόκρυφα πράγματα της θρησκείας των Μani [6] (των πνευμάτων των νεκρών) έρχονταν στο φως και αποκαλύπτονταν», σχεδόν όλες οι δημόσιες δραστηριότητες αναστέλλονταν. Σε ένα εμβληματικό άρθρο, ο Vendryes [7]έδειξε ότι η αρχική σημασία του όρου μας «mondo» (κόσμος) δεν είναι, όπως πάντοτε υποστηριζόταν, μετάφραση του ελληνικού όρου «κόσμος», αλλά προέρχεται ακριβώς από το κυκλικό κατώφλι που άνοιγε τον «κόσμο» των νεκρών. Η αρχαία πόλη ιδρύεται στον «mondo» επειδή οι άνθρωποι κατοικούν στο όρυγμα που ενώνει την ουράνια και υπόγεια γη, τον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, το παρόν και το παρελθόν και μέσω της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο κόσμων μπορούν να κατευθύνουν τις ενέργειές τους και να βρίσκουν έμπνευση για το μέλλον. 

Όχι μόνο ο άνθρωπος λοιπόν συνδέεται λόγω της σημασίας του ίδιου του ονόματός του με τη χθόνια σφαίρα, αλλά και ο κόσμος του και ο ίδιος ο ορίζοντας της ύπαρξής του συνορεύουν με τις υπόγειες εσοχές της Χθονίας. Ο άνθρωπος, ως ύπαρξη, είναι, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, το ύψος ενός έσχατου βάθους. 

II.

Χθόνιος πολιτισμός είναι κατεξοχήν ο ετρουσκικός. Εκείνοι που διατρέχουν με δέος τις διάσπαρτες νεκροπόλεις στην ύπαιθρο της Τοσκίας (Tuscia[8] αντιλαμβάνονται αμέσως ότι οι Ετρούσκοι κατοικούσαν την Χθονία και όχι τη Γαῖα, όχι μόνο γιατί έχει διασωθεί ουσιαστικά ό,τι σχετίζεται με τους νεκρούς, αλλά και –κυρίως– επειδή οι τόποι που επέλεξαν για τους οικισμούς τους –μάλλον δεν αρμόζει να τους αποκαλέσουμε πόλεις– ακόμα και αν εμφανίζονται στην επιφάνεια της Γαίας, στην πραγματικότητα είναι επιχθόνιοι, βρίσκονται σε κοιλότητες στις οποίες χαίνουν τα κατακόρυφα βάθη της χθονός. Έτσι εξηγείται η αγάπη τους για τις σπηλιές και τις λαξευμένες εσοχές στην πέτρα, καθώς και η προτίμησή τους για τα ψηλά φαράγγια και τις ρεματιές, τα τραχιά και απόκρημνα τείχη από ηφαιστειακά, πυροκλαστικά πετρώματα, που καταβυθίζονται σε ένα ποτάμι ή χείμαρρο. Όποιος βρεθεί ξαφνικά μπροστά από την Cava Buia στην Blera [9] ή στους δρόμους που είναι σκαμμένοι στο βράχο του San Giuliano [10], αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται πλέον στην επιφάνεια της Γαίας, αλλά σίγουρα στη θύρα του Κάτω Κόσμου (ad portam inferi), σε ένα από τα περάσματα που διεισδύουν στα έγκατά του διατρέχοντας τις κατωφέρειες της Χθονίας.

Αυτός ο πρόδηλα υπόγειος χαρακτήρας των ετρουσκικών τόπων, συγκρινόμενος με άλλες περιοχές της Ιταλίας, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί από εκείνον που στέκεται ενώπιόν του ότι δεν συνιστά πραγματικά ένα τοπίο. Το ευχάριστο, προσφιλές, συνηθισμένο τοπίο που αγκαλιάζουμε γαλήνια με το βλέμμα μας και διασχίζει τον ορίζοντα ανήκει στην Γαῖα: στην κατακόρυφη χθονικότητα κάθε τοπίο εξαφανίζεται, κάθε ορίζοντας χάνεται και δίνει τη θέση του στο άγριο και πάντοτε αθώρητο πρόσωπο της φύσης. Και εδώ, στις επαναστατικές τάφρους και τα βάραθρα του σήμερα, δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε με το τοπίο, η χώρα είναι πιο πεισματικά επίμονη και άκαμπτη από οποιoυσδήποτε τοπιογραφικούς πιετισμούς – στην πόρτα του Άδη ο θεός έχει γίνει τόσο κοντινός και τετράγωνα λογικός που δεν απαιτεί πλέον να υπηρετείται από καμία θρησκεία.

Είναι για αυτήν την ακλόνητη χθονική αφοσίωση που οι Ετρούσκοι έχτισαν και περιφρούρησαν τα ενδιαιτήματα των νεκρών τους με τόσο επίπονη σπουδή, και όχι, όπως θα νόμιζε κανείς, για το αντίστροφο. Δεν αγαπούσαν τον θάνατο περισσότερο από τη ζωή, αλλά η ζωή τους ήταν αδιαχώριστη από το απύθμενο βάθος της Χθονίας, μπορούσαν να κατοικήσουν στις κοιλάδες της Γαίας και να καλλιεργήσουν την ύπαιθρο, μόνο εάν δεν ξεχνούσαν ποτέ το αληθινό, κατακόρυφο και κρημνώδες ενδιαίτημά τους. Για το λόγο αυτό, μπροστά στους λαξεμένους στα βράχια τάφους ή στους τύμβους, δεν απασχολούν τη σκέψη μας μόνο οι νεκροί, δεν φανταζόμαστε μόνο τα σώματα που κείτονταν στις κενές σήμερα σαρκοφάγους, αλλά αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα τις κινήσεις, τις χειρονομίες και τις επιθυμίες των ζωντανών που έχτισαν αυτά τα μνημεία. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ζωή είναι τόσο πιο αγάπητη όσο πιο τρυφερά διατηρεί μέσα της τη μνήμη της Χθονίας, ότι είναι δυνατόν να χτιστεί ένας πολιτισμός χωρίς να αποκλειστεί ποτέ από αυτόν η σφαίρα των νεκρών, ότι υπάρχει μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος και μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών μια έντονη κοινωνία και αδιάλειπτη συνέχεια – αυτή είναι η κληρονομιά που ο ετρουσκικός λαός άφησε στην ανθρωπότητα. 

III. 

Το 1979, ο James E. Lovelock, ένας Άγγλος χημικός που είχε συνεργαστεί ενεργά στα προγράμματα της NASA για τις διαστημικές εξερευνήσεις, δημοσίευσε το βιβλίο του με τίτλο Gaia: a New Look at Life on Earth. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η υπόθεση, η οποία, σε ένα άρθρο που είχε συγγράψει με την Lynn Margulis [11] πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά ως εξής: «το σύνολο των ζωντανών οργανισμών που απαρτίζουν τη βιόσφαιρα μπορεί να λειτουργήσει ως μία οντότητα για τη ρύθμιση της χημικής σύνθεσης, το επιφανειακό pH και ίσως ακόμα το κλίμα. Αποκαλούμε “υπόθεση Γαία” την αντίληψη ότι η βιόσφαιρα είναι ένα ενεργό σύστημα ελέγχου και προσαρμογής, ικανό να διατηρήσει τη γη σε ομοιόσταση». Η επιλογή του όρου Γαία, που προτάθηκε στον Lovelock από τον William Golding –έναν συγγραφέα που είχε περιγράψει αριστοτεχνικά τη διεστραμμένη κλίση της ανθρωπότητας στο μυθιστόρημά του Ο Άρχοντας των Μυγών– σίγουρα δεν είναι τυχαία: όπως διευκρινίζεται στο άρθρο, οι συγγραφείς εντοπίζουν και διερευνούν τα όρια της ζωής στην ατμόσφαιρα, αλλά ενδιαφέρονται «σε μικρότερο βαθμό για τα εσωτερικά όρια που διαμορφώνονται από τη διεπαφή μεταξύ των εσωτερικών τμημάτων της γης, τα οποία δεν υπόκεινται στην επιρροή των επιφανειακών διεργασιών» (σελ. 4).

Όχι λιγότερο σημαντικό είναι, ωστόσο, ένα γεγονός που οι συγγραφείς δεν φαίνεται – τουλάχιστον εκείνη τη δεδομένη στιγμή– να εξετάζουν, δηλαδή ότι η καταστροφή και η ρύπανση της Γαίας έφθασαν στο μέγιστο επίπεδο, όταν ακριβώς οι κάτοικοι της Γαίας αποφάσισαν να αντλήσουν την ενέργεια που απαιτείται για τις νέες και αυξανόμενες ανάγκες τους από τα βάθη της Χθονίας, με τη μορφή του απολιθωμένου υπολείμματος εκατομμυρίων ζωντανών οργανισμών (που έζησαν στο μακρινό παρελθόν), το οποίο ονομάζουμε πετρέλαιο. 

Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, η διάκριση των ορίων της βιόσφαιρας με την επιφάνεια της γης και με την ατμόσφαιρα δεν μπορεί να διατηρηθεί: η βιόσφαιρα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανταλλαγή και τη «διασύνδεση» με τη χθονική θανατόσφαιρα, τη Γαῖα και τη Χθονία. Οι ζωντανοί και οι νεκροί πρέπει να νοούνται και να εξετάζονται μαζί.

Αυτό που έχει συμβεί στη νεωτερική εποχή είναι ότι οι άνθρωποι έχουν πράγματι ξεχάσει και έχουν αρνηθεί τη σχέση τους με τη χθόνια σφαίρα, δεν κατοικούν πλέον στη Χθόνα, αλλά μόνο στη Γαῖα. Αλλά όσο περισσότερο εξαλείφουν τη σφαίρα του θανάτου από τη ζωή τους, τόσο περισσότερο η ύπαρξή τους γίνεται αβίωτη. Όσο περισσότερο χάνουν την εξοικείωσή τους με τα αβυσσαλέα βάθη της Χθονίας, η οποία αντιμετωπίζεται, όπως όλα τα άλλα, ως αντικείμενο εκμετάλλευσης, τόσο περισσότερο η αξιαγάπητη και παρηγορητική επιφάνεια της Γαίας δηλητηρίαζεται και προοδευτικά καταστρέφεται. Και αυτό που ζούμε και βλέπουμε σήμερα μπροστά στα μάτια μας είναι η ακραία μετατόπιση που οφείλεται στην απώθηση του θανάτου: για να σώσουν τις ζωές τους από μια υποτιθέμενη, συγκεχυμένη απειλή, οι άνθρωποι παραιτούνται από ό,τι αξίζει να ζήσουν. Και στο τέλος η Γαῖα, η γη χωρίς το έσχατο βάθος, που έχει χάσει τη μνήμη της υπόγειας κατοικίας των νεκρών, βρίσκεται τώρα ολοκληρωτικά στο έλεος του φόβου και του θανάτου. Από αυτόν τον φόβο θα μπορέσουν να θεραπευτούν μόνο εκείνοι που θα βρουν τη μνήμη της διπλής κατοικίας τους και θα θυμούνται ότι ανθρώπινη είναι μόνο η ζωή εκείνη στην οποία η Γαῖα και η Χθονία παραμένουν αχώριστες και ενωμένες. 

28 Δεκεμβρίου 2020

Σημειώσεις

1. Πρόκειται για τον Ομηρικό Ύμνο ΧΧΧ «Εἰς Γαῖαν παμμήτειραν».

2. Χάνε: γ΄πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος χάσκω (μεταγ. ενεστ. χαίνω), ενεργητική φωνή (ομηρική-ιωνική διάλεκτος). 

3. Ὄρουσεν: γ΄πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος ὀρούω (ὄρνυμι), ενεργητική φωνή (ομηρική-ιωνική διάλεκτος).

4. Η λατινική έκφραση «Facilis descensus Averno» προέρχεται από την Αινειάδα του Βιργίλιου (βιβλίο VI, στ. 126). Εάν μεταφραστεί κατά λέξη, σημαίνει: «Είναι εύκολο να κατεβείς στη (λίμνη) Αβέρνο», δηλαδή στα Τάρταρα. Η ηφαιστειακή λίμνη Αβέρνο που βρίσκεται στην Καμπανία ήταν κατά τους Ρωμαίους η είσοδος του κάτω κόσμου. 

5. Ο συλλογισμός που αναπτύσσεται γύρω από την έννοια άνθρωπος (λατ. homo) δεν συνδέεται βέβαια με την ελληνική ρίζα, αλλά έχει ως εφαλτήριο τη λατινική ρίζα humus, από την οποία προέρχεται και η ιταλική λέξη uomo, που σημαίνει άνθρωπος (και άνδρας). Uomo σημαίνει συνεπώς το ον που πλάστηκε από χώμα και καταλήγει πάλι σε αυτό. 

6. Ανάμεσα στους θεούς που λατρεύονταν από τους Ρωμαίους ήταν και οι Dii Manes (τα πνεύματα των νεκρών).

7. Joseph Vendryes (1875-1960): Γάλλος γλωσσολόγος, με σημαντικό έργο στο αντικείμενο της γενικής γλωσσολογίας και θεμελιώδεις εργασίες στον τομέα των κλασσικών γλωσσών, καθώς και των κελτικών γλωσσών. 

8. Tuscia: ονομασία της Ετρουρίας από την ύστερη αρχαιότητα έως τον 18ο αιώνα και παλαιότερη ονομασία της Τοσκάνης.

9. Cava Buia: σχοινοτενής σήραγγα λαξευμένη από τους Ετρούσκους σε βράχους κοντά στην κωμόπολη Blera (επαρχία Βιτέρμπο, περιφέρεια Λάτσιο).

10. H ετρουσκική νεκρόπολη San Giuliano βρίσκεται κοντά στο χωριό Barbarano Romano (επαρχία Βιτέρμπο, περιφέρεια Λάτσιο). 

11. Lynn Margulis (Σικάγο, 1938): εξελικτική βιολόγος, η πρώτη ερευνήτρια που ανέπτυξε τη θεωρία της ενδοσυμβίωσης.

Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

https://frear.gr/?p=30442