Thursday, October 17, 2019

Το Bauhaus δεν είναι το σπίτι μας; Το «πνεύμα» της ελεύθερης οικονομίας στην συγκρότηση της σχολής της Βαϊμάρης



Τι θα συνέβαινε αν αντικαθιστούσαμε τον όρο «λιτότητα» μ’ εκείνον του «ασκητισμού»; Σκέφτομαι πως σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό στο Bauhaus δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα. Αν και το ασκητικό στοιχείο αναδεικνύει την ανάγκη του «αφαιρείν» και της «εγκράτειας», αυτό σε καμία περίπτωση δεν εναντιώνεται στη λογική της μαζικής παραγωγής και της τυποποίησης που χαρακτηρίζει την σχολή της Βαϊμάρης. 
Ο παραπάνω λογισμός επιτρέπει να συλλάβουμε τη σημασία της θρησκευτικής επίδρασης στο σχεδιασμό. Από αυτήν την άποψη, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς η συγκρότηση του Bauhausσυνδέεται με τη χριστιανική ηθική για να διαπιστώσουμε επιπρόσθετα πως το διεθνές στιλ(international style) της ιστορικής σύζευξης, δηλαδή της μοντέρνας ευρωπαϊκής με την αμερικανική αρχιτεκτονική, σχετίζεται με την εφαρμογή αυτών των ιδεών στον χτιστό πολιτισμό. Πρόκειται για μια απόπειρα που αφήνει για λίγο την ερμηνεία του καπιταλισμού με εργαλείο την υλικοτεχνική δομή και θέτει ερωτήματα γύρω από τις αξίες πάνω στις οποίες αναπτύσσεται ως οικονομικό σύστημα.
Η ερμηνεία που περιστρέφεται γύρω από τη σχέση του καπιταλισμού με τον χριστιανισμό, ειδικά αυτή που ορίζει την προτεσταντική ηθική ως γενεσιουργό αίτια της οικονομίας των καιρών μας, είναι σχεδόν το ίδιο παλιά όσο και η μαρξιστική (1867). Η ανάλυση αυτής της συγγένειας εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα και οφείλεται προφανώς στη μελέτη του Μax Weber«Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», που εγκαινιάζει την οικονομική κοινωνιολογία.
Αν ο καπιταλισμός, ως ένας τρόπος ορθολογικού σχεδιασμού του συνόλου της ζωής, αφορά περισσότερο από κάθε άλλη οικονομική θεωρία την συσσώρευση και προτάσσει τον ασκητισμό στην καθημερινή συμπεριφορά, τότε μήπως η σχολή του Bauhaus αποτελεί την ακριβέστερη μεταφορά αυτής της αρχής στην αρχιτεκτονική παράδοση; 
Μπορεί ο οικονομικός ρασιοναλισμός να δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη θρησκευτική απομάγευση και τη μετατροπή του bourgeois σε αστό, όπως και για τη σταδιακή αντικατάσταση της υπαίθρου από τη μητροπολιτική εμπειρία, όμως ο προτεσταντισμός ως μια κυρίαρχη έκφραση του σύγχρονης χριστιανικής ηθικής ήταν και παραμένει ενεργός σε όλες τις ιστορικές διαδρομές του νεωτερικού βίου. Αν, μέσα στο οργανωμένο πλαίσιο της νεωτερικής κοινωνίας, χρέος και προορισμός κάθε πολίτη είναι η δικαίωση μέσα από το επάγγελμα, αυτή η εργασιακή υποχρέωση προϋπάρχει και επιβραβεύεται στον προτεσταντισμό. 
Το μορφολογικό πρότυπο του Bauhaus και οι ηθικές του προεκτάσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να θεωρήσουμε τελείως αυθαίρετη τούτη τη σύγκλιση. Όμως αυτό δεν φαίνεται να γίνεται συνειδητό σε όλους όσους η νεωτερική παράδοση αποτελεί αντικείμενο έρευνας. Σκληρή και επίμονη δουλειά, με πλήρη και αποκλειστική προσήλωση στο αντικείμενο, εν ολίγοις ένας ασκητικός βίος, στον οποίο ο καθένας διαλέγει τη δική του «συσσώρευση πλούτου», όταν μάλιστα αυτή η «συσσώρευση» δεν σημαίνει αποκλειστικά την συγκέντρωση χρήματων. Το εν λόγω μοτίβο δεν απουσιάζει από την πρακτική που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας. 
Αυτές οι επιλογές σχηματίζουν ένα είδος «προδιάθεσης» στα θεμέλια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Θα λέγαμε πως προλογίζουν ένα αισθητικό μόρφωμα, το οποίο επικροτεί την αφοσίωση στη δομική επανάληψη, τη γραμμική αυστηρότητα και τη λιτότητα στη φόρμα, την εξίσωση της απλότητας με την άμεση χρηστικότητα. Ο Tom Wolfe, στο γνωστό του λίβελο FromBauhaus to our house, κάποια στιγμή αναφέρεται έστω και αποσπασματικά στην «πουριτανική» αφθονία των ουρανοξυστών από γυαλί και ατσάλι. Δεν σχολιάζει, όμως, περαιτέρω την πιθανή σχέση του πουριτανισμού με τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.[i]  
Πολλά χρόνια νωρίτερα, ήταν και πάλι ο Max Weber εκείνος που εξέτασε το πώς η τάση για ομοιομορφία στη ζωή αντανακλάται στην τυποποίηση της παραγωγής, εκεί όπου το ανθρώπινο υποκείμενο υποτάσσεται στην ιδέα του «καθήκοντος»: «Ο άνθρωπος είναι μόνο ο διαχειριστής των αγαθών που ήρθαν σε αυτόν με τη χάρη του θεού. Πρέπει όμως ο δούλος της βίβλου να λογοδοτήσει για κάθε λεπτό που εμπιστευτήκαν σε αυτόν, και είναι τουλάχιστον επικίνδυνο να ξοδεύει κάτι από αυτό για ένα σκοπό που δεν υπηρετεί τη δόξα του πάρα μόνο την απόλαυση».[ii] Στην επόμενη πρόταση, ο Weber απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη και τον ρωτά: «Ποιος, που έχει τα ματιά του ανοικτά, δεν συναντάει εκπροσώπους της αντίληψης αυτής σήμερα;».[iii] Η διατύπωση του Γερμανού οικονομολόγου αναφέρεται βέβαια στις αρχές του 20ού αιώνα. Όμως και στην 4η βιομηχανική επανάσταση που βιώνουμε σήμερα η εισχώρηση του ασκητισμού στην εγκόσμια καθημερινή ζωή είναι αναμφισβήτητη.
Αν και το ύφος του Βαuhaus αφορά την αποφυγή της σπάταλης ή της χλιδής, που άλλες αρχιτεκτονικές σχολές θα ήταν αδύνατο να αποφύγουν, το πρόσταγμα για μια αισθητική της ολιγάρκειας σε συνδυασμό με το εγκόσμιο καθήκον της εργατικότητας κάνει τους μισητούς όσο και ποθητούς κύβους από γυαλί και ατσάλι να αντιστοιχούν στους συγχρόνους ναούς της πνευματικής άσκησης και προσευχής του συγχρόνου επιχειρηματία και των επαγγελμάτων της οικονομίας και γραφειοκρατίας γενικότερα. 
Ασφαλώς είναι αρκετό να κοιτάξουμε τους πρώτους «πελάτες» της σχολής του Bauhaus για να εξακριβώσουμε τις ομοιότητες αναμεσα στο καπιταλιστικο ήθος και την οικονομική τάξη και πως η τελευταία ανταποκρίνεται στην αρχιτεκτονική παραγωγή που αναπαράγει αυτές τις αξίες. Επιπρόσθετα, δεν  πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιδέα της «άνεσης» περιορίζεται από τις δραστηριότητες που είναι επιτρεπτές, τη διεκδίκηση ενός ύφους ζωής που είναι αντίθετο προς την απληστία. 
Εθισμοί –με την έννοια της σταθερής θέλησης– στη βάση ενός ασκητικού βίου, όπως ο αυτοέλεγχος, η εγκράτεια, η υπακοή και η δέσμευση στον επαγγελματικό ρόλο με την έννοια του καθήκοντος δεν βρίσκουν αναλογίες στην υλική συνθήκη του Bauhaus και του «διεθνούς ύφους»; Πασίγνωστες δηλώσεις του Mies van der Rohe όπως το “Less is more” ή το “God is inthe detail” δεν μαρτυρούν μιαν αντίστοιχη κοσμική ηθική;
Η δύναμη της πουριτανικής ηθικής αναπτύχθηκε σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας και εισέβαλε ασφαλώς στις πιο απόκρυφες γωνίες των ιδιωτικότητας, ευνοώντας τη μετρημένη απόλαυση των αγαθών μέσω του ασκητικού εξαναγκασμού για αποταμίευση, και του αναπόφευκτου σχηματισμού του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη μιας οικονομικά ορθολογικής ζωής ως καρπού της επαγγελματικής αφοσίωσης αντιμετωπίστηκε ως ευλογία του θεού. Έτσι και το Bauhaus κατά κάποιο τρόπο είναι από τις πιο «ευλογημένες» παραγωγικές επενδύσεις του κεφαλαίου στο χτιστό πολιτισμό. Αυτή η σύγκλιση λειτουργεί  ανεξάρτητα από τη γνωστή αθεΐα ή αγνωστικισμό των αρχιτεκτόνων που ακολουθούσαν το «διεθνές ύφος». Εξάλλου, όσον αφορά το Bauhaus, στην πλειοψηφία τους οι συντελεστές του είχαν προτεσταντική καταγωγή.