Στο πρώτο μέρος του κειμένου διερωτήθηκα με ποιο τρόπο η σύγχρονη τέχνη παράγει ένα νόημα που διατηρεί την προσωκρατική σκέψη. Κατά τη γνώμη μου, αρχαιολογικές πρακτικές (οι «βυθίσεις» της ανασκαφής, η ανάσυρση του μέλους και του αποσπάσματος, η συσχέτιση και η απόπειρα επανασυναρμολόγησης των ευρημάτων) μεταφέρουν την crafty, χειροποίητη γοητεία του προσωκρατικού στοχασμού. Όμως, με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειοψηφία των εικαστικών την ασπάζεται οργανικά χωρίς να την χρησιμοποιεί στο λόγο της.
Όπως ανέφερα, οι καλλιτέχνες αυτοί δεν αντιλαμβάνονται την «καταγωγή» της τεχνικής με όρους διατύπωσης κάποιων ερωτημάτων, που ιστορικά έχουν απαντηθεί και η διαρκής βελτίωση της τεχνολογίας δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την συνέχιση της έρευνάς τους. Αν επιλέγουν να κάνουν χρήση μιας πρόσφατης τεχνικής, είναι επειδή διευρύνουν αυτό που φαίνεται ότι προϋπάρχει στον φυσικό κόσμο.
Αν η επιστήμη και οι εφαρμογές της εντάσσονται στους μύθους της νεωτερικότητας, τότε η «αγρία» φιλοσοφία των προσωκρατικών είναι το ιδανικό σχήμα. Οι αφηγήσεις που εξηγούν τη σύσταση του κόσμου και που απαντώνται στους μύθους αντιστοιχούν στις μορφολογικές εικασίες τους. Κατά κάποιο τρόπο, η προέλευση είναι και η κατάληξη.
Η έκδηλη «προσωκρατική» τάση των καλλιτεχνών αυτών εμφανίζεται με τη στροφή στα τέσσερα πρωταρχικά και αρχετυπικά φυσικά στοιχεία, το νερό, τη φωτιά, τον αέρα και τη γη. Κάποιες φορές, προσεγγίζουν «αστρονομικά» θέματα, όταν για παράδειγμα παρουσιάζουν μορφές που ακολουθούν το σχήμα των πλανητών, όπως της γης στη συσχέτισή της με άλλα ουράνια σώματα, άλλοτε σύμφωνα με τη λογική της δυσδιάστατης αναπαράστασης (Πάνος Τσαγκάρης, Λητώ Κάττου, Γιάννης Παπαδόπουλος) και, άλλοτε, με την ρητορική της μεταστοιχείωσης της «αγενούς» ύλης μέσω της χρήσης του φωτός, του ηλεκτρισμού της αστραπής η του ηλεκτρομαγνητικού σύμπαντος (Χρήστος Τζίβελος, Κωστής Τριανταφύλλου, Τάκης). Άλλες φορές η τάση αυτή προδίδεται με την επιμονή σ’ ένα συγκεκριμένο υλικό που το ίδιο προφέρει απλόχερα τις αφηγήσεις του, επιστρατεύοντας τεχνικές όπως η κεραμική, η προπλάσματα για κάθε μέθοδο χύτευσης (Αλέξανδρος Τζάννης, Γιώργος Τσεριώνης, Αθανάσιος Αργιανάς, Στεφανία Στρούζα, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Ηλίας Κοέν κ.ά.).
Σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις προκρίνεται η χειρονομία της εκσκαφής και της ανεύρεσης. Αναφέρομαι στις εκσκαφές του Δημήτρη Αληθινού, στους χωμάτινους κύβους του Νίκου Τζιώτη, στο κάλεσμα μιας αρχαϊκής εντοπιότητας με στοιχεία του αστικού πολιτισμού στις κατασκευές της Μάρως Φασουλή, του Αλέξανδρου Ψυχούλη και του Πέτρου Τουλούδη, στ’ ανάγλυφα με τις συνθέσεις οστών στις γύψινες μάζες της Μαρίας Γεωργούλα, στην ψηφιακή ανάδυση του σπάνιου και άχρηστου αντικειμένου στο έργο του Στέφανου Καμάρη.
Εκείνα τα έργα που μεταφέρουν την εμπειρία του αέρα, την αίσθηση της επίπλευσης όπως και του μετεωρισμού ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση. Μπορώ να θυμηθώ τις «ανάσες» του Νίκου Ναυρίδη ως είδος μέτρησης της ανθρώπινης γεωμετρίας, το πέρασμα του ανέμου στις δικτυωτές διατάξεις των πλεγμάτων και των ιστίων της Μπίας Ντάβου, τα περιβάλλοντα με τα υφάσματα και τα πανιά του Γιώργου Λαζόγκα.
Σε κάποιες ακόμα περιπτώσεις η διαπίστωση του εφήμερου του υλικού οδηγεί στη φωτογραφική μαρτυρία και στην χρήση κάποιου απροσδιορίστου αινιγματικού κώδικα και του κρυμμένου ευρήματος (Μαργαρίτα Μυρογιάννη, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Κύριλλος Σαρρής, Νίκος Χατζημιχάλης)[1]. Βασική έγνοια σε όλα τα παραδείγματα που προανέφερα είναι ο προσδιορισμός της φύσης των πράγματων (rerum natura), ακόμη και αν αυτή είναι ευμετάβολη και αφορά τη συνεχή αλλαγή με την τυπική έννοια του Ηράκλειτου. Επίσης, ανταποκρίνεται στη στροφή προς μια χειροτεχνική αντίληψη του απείρου, η οποία ταιριάζει και στην ερμηνεία του κόσμου από τον Αναξίμανδρο.
Κάποιος θα αναρωτιόταν αν η σύσταση ενός «ανθρωπολογικού» τρόπου κατανόησης της ύλης από τους παραπάνω εικαστικούς απουσιάζει, από τη στιγμή που αυτή λειτουργεί συμβολικά και προβάλλει όσα οι προσωκρατικοί αντιλαμβάνονταν για την κοσμική ύλη. Η τελευταία υφίσταται πέρα από κάθε γήινη εμπειρία, εκεί που με τη νιτσεϊκή ορολογία θα αποκαλούσαμε hinterwelt, στην άφαντη δηλαδή πλευρά του κόσμου, σ’ ένα επέκεινα. Όμως, αυτή η μεταφυσική και θραυσματοποιημένη γνώση επιστρέφει στον γήινο ορίζοντα μέσω της αρχαιολογίας, της εκσκαφής, της ανεύρεσης και της συγκομιδής.
Ήρθε η στιγμή να αντιστρέψουμε ή να ταρακουνήσουμε το γενεαλογικό αυτό δέντρο, ώστε τα φρούτα και οι καρποί του να πέσουν, να σκορπιστούν άτακτα εδώ και κει στο έδαφος και να συνομιλήσουν μεταξύ τους διαμορφώνοντας νέες απτές σχέσεις και συνάφειες. Από εδώ και στο εξής μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα στοιχεία της αρχαίας κοσμογονίας δεν προκαλούν τόσο αντιθέσεις αλλά λειτουργούν πρωτίστως ως ελκτικά και συμπληρωματικά στοιχεία.
Ο Κωστής Βελώνης είναι εικαστικός καλλιτέχνης
[1] H Maria Torok και ο Nicolas Abraham με κύριο αντικείμενο την ψυχαναλυτική θεωρία χρησιμοποιούν την έννοια της «κρύπτης», προσφέροντας ενδιαφέροντα παραδείγματα που αφορούν την διαδικασία της ανασυρσης του κρυμμένου ευρήματος από την κρυψώνα του. Ενδεικτικά προτείνω το Le Verbier de l'Homme aux loups : cryptonymie (Paris, Aubier : Flammarion, 1976).