Στο πρώτο μέρος του κειμένου αναφέρθηκα στην εικαστική αφετηρία του λογοπαίγνιου του «ερωτότοιχου», τον οποίο χρησιμοποιεί ο Lacan για να καταγράψει το αδιέξοδο μιας σχέσης βασισμένης στη διαφορά των δυο φύλων, συνδυάζοντας την ηχητική και λεκτική ομοιότητα του «έρωτα» (l' amour) και του «τοίχου» (le mur) στη χρήση της γαλλικής γλώσσας. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 η προτίμηση του «τοίχου» έναντι του τελάρου εντοπίζεται στη γλώσσα κάποιων καλλιτεχνικών εργαστηρίων. Αυτή η μετατόπιση συνετέλεσε για πολλά χρονιά στην αμυντική θέση της ιδέας της μεγάλης ζωγραφικής προτρέποντάς την να κατανοηθεί ως μια διευρυμένη γλυπτική.
Όμως ο τοίχος μεταβάλλεται στην ύστερη εικαστική νεωτερικότητα, συμβαδίζοντας με την πορεία των εφαρμογών μιας αρχιτεκτονικής που τα τελευταία χρόνια εστιάζει στην υπέρβαση της «αταραξίας» της λιθόκτιστης μάζας μέσα από τη χρήση κυρίως ελαφρύτερων και διαφανών υλικών.[1] Διόλου τυχαία, οι μαζικές σχεδιαστικές εφαρμογές των υλικών που επιφέρουν την αντανάκλαση και τον αντικατοπτρισμό συνδυάζονται άψογα με τις αρχές της πανοπτικής εποπτείας, τις οποίες φαίνεται να υποστηρίζει η πλειοψηφία μέσω των κοινωνικών δικτύων και με τη μόνιμη χρήση του κινητού τηλεφώνου από κάθε ανθρωπότυπο.
Έτσι λοιπόν ο τοίχος περνάει σ’ ένα επόμενο στάδιο και, διευκολύνοντας το εποπτικό βλέμμα, μετατρέπεται σε καθρέφτη αλλά και σε μια διαφανή επιφάνεια, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στην ισοπέδωση των άλλοτε σταθερών και «νοσταλγικών» χαρακτηριστικών και βιωμάτων μιας απόρθητης αρχιτεκτονικής των συμπαγών τοίχων.