«Entre l'homme et l'amour,
Il y a la femme.
Entre l'homme et la femme,
Il y a un monde.
Entre l'homme et le monde,
Il y a un mur.»
Antoine Tudal, Paris en l'an 2000
Όταν ο Lacan το 1971-2, στην τρίτη από μια σειρά διαλέξεων στο παρεκκλήσιο του νοσοκομείου Sainte Anne, αναφερόταν στον «ερωτότοιχο» εμπνεόμενος από τους στίχους ενός ποιήματος του Antoine Tudal ίσως να μην γνώριζε ότι η χρήση του λογοπαίγνιου είχε εικαστική αφετηρία. Ο Lacan, αναφερόμενος στην ηχητική και λεκτική ομοιότητα του «έρωτα» (l' amour) και του «τοίχου» (le mur) στη χρήση της γαλλικής γλώσσας, χρησιμοποίησε τις στροφές ενός 22χρονου ποιητή, τον οποίο είχε υιοθετήσει ο Nicolas de Staël στην ηλικία των 6 ετών. Ακολουθώντας τον βίο του Nicolas de Staël, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο «τριφασικός τοίχος» που περιγράφει ο υιοθετημένος γιος του, που αντιστοιχεί στην αγάπη, τη γυναίκα και τον κόσμο, αφορά άμεσα το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, με τον πατέρα του να επιμένει στη χρήση μιας απροσπέλαστης τοιχοποιίας στην σχεδιαστική του γραφή.
Συνεπώς, η εμμονή σε έναν τοίχο που στέκεται ως εμπόδιο και αποδιώχνει αντί να ενώνει δεν ανακαλύπτεται στις διαλέξεις του Lacan, στην ψυχαναλυτική φιλολογία του οποίου ο«ερωτότοιχος» βρίσκει τη θέση του στη καταγραφή του αδιέξοδου μιας σχέσης βασισμένης στη διαφορά των δυο φύλων, καθώς ήδη από τη δεκαετία του 1950 η λέξη «τοίχος» εντοπίζεται στη γλώσσα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων.
Στην μεταπολεμική αφαίρεση η χρήση του τοίχου, άλλοτε μέσα από την καθαυτό αναπαραγωγή του και άλλοτε μέσα από μια ματεριαλιστική προσέγγιση της ζωγραφικής επιφάνειας, αντικατέστησε εν μέρει την συμβατική επιφάνεια του τελάρου. Αν και σήμερα η αντίληψη που φέρει την ανάγκη αυτής της μετατόπισης μοιάζει παρωχημένη, η ιδέα της μεγάλης ζωγραφικής για πολλά χρόνια βρίσκεται σε αμυντική θέση, κάτι που ίσως οφείλεται και στην ανάγκη να μετατοπιστεί η ζωγραφική και να κατανοηθεί ως μια διευρυμένη γλυπτική.