Wednesday, March 4, 2009

Για μια διάσπαρτη διαδήλωση

Ξεκινάμε από το Σύνταγμα. Όχι όλοι μαζί δυστυχώς, αν και θα έπρεπε να ήμασταν περισσότερο ενωμένοι αυτές τις κρίσιμες ώρες. Συνεχίζουμε κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας. Περπατάμε αρκετά, αλλά αυτή τη φορά όλοι μαζί (ευτυχώς), έως ότου φτάσουμε μπροστά από το κτίριο της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Μετά την εκτόξευση συνθημάτων, οπωροκηπευτικών, αυγών και λοιπών αντικειμένων, διαλυόμαστε. Οι συνειρμοί κι οι συμβολισμοί απλοί και κατανοητοί: μαζικοί. Από το σημείο που (κατά τους κοινούς τόπους της κυρίαρχης πολιτικής και ιδεολογίας) συμβολίζει τη λαϊκή κυριαρχία (πλατεία Συντάγματος) στο σημείο (την πρεσβεία της μοναδικής εναπομείνασας υπερδύναμης) που συμβολίζει –για ορισμένους από τους διαδηλωτές τουλάχιστον– την κατάλυσή της.
Με την ευχέρεια μιας πανοραμικής ματιάς, η εικόνα παραμένει ελλιπής: πρόσθετες πρακτικές που φαίνονται λιγότερο προπορεύονται κι ακολουθούν το μαζικό ρεύμα. Ένα πλήθος αστυνομικών περιμένει στο καταληκτικό σημείο για να υποδηλώσει συμβολικά, αλλά και με την απειλή της καταστολής (τουλάχιστον ως τελική λύση), ότι αυτή η διαδήλωση είναι ελεγχόμενη από τον κρατικό μηχανισμό. Οι γύρω δρόμοι αποκλείονται για να εμποδίσουν όχι μόνο τα εισερχόμενα οχήματα αλλά κυρίως τους εξερχόμενους διαδηλωτές. Η διαδήλωση πρέπει να ακολουθήσει την προγεγραμμένη της πορεία χωρίς αποκλείσεις. Και τα συνεργεία καθαρισμού του Δήμου Αθηναίων διακριτικά έπονται των διαδηλωτών για να αποκαταστήσουν τους δρόμους στην προ-της-διαδήλωσης μορφή τους.
Παρόμοιες πορείες διαγράφονται διεθνώς: αρχή, μέση, τέλος (ατυχώς κατά την ίδια πάντα σειρά). Σιωπηλά διαδηλωτές και όργανα της τάξης συνηγορούν παρά τις ποικίλες κι ουσιαστικές διαφωνίες τους στην επαναλαμβανόμενη ακολουθία των κινήσεων που συνθέτουν τη θεσμοθετημένη (πλέον) μορφή των πορειών. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η πορεία είναι μία πράξη που δεν την ανέχεται απλώς αλλά και την επικροτεί (στο όνομα της ελευθερίας πάντοτε) η εξουσία. Αρκεί βέβαια να ελέγχεται ο τρόπος που κινείται το πλήθος μέσα στο χώρο και το χρόνο. Κι από την πλευρά των διαδηλωτών όλα μοιάζουν να έχουν μία παροδική μορφή: τη χρήση του υπάρχοντος χώρου και το κλέψιμο του χρόνου της ζωής της πόλης για μία διαφορετική αλλά οπωσδήποτε εφήμερη χρήση. Η τάξη δεν διαταράσσεται παρά μόνο προσωρινά προκειμένου να αποκατασταθεί σε όλη της την αίγλη: η πόλη ποτέ δεν φαντάζει τόσο καθαρή και οργανωμένη όσο μετά τις διαδηλώσεις.
Η αδυναμία διεύρυνσης της συμμετοχής στους αντικαπιταλιστικούς αγώνες αντικατοπτρίζεται στη βαριεστημένη επανάληψη των πορειών. Οι συνήθεις μικροπρακτικές δεν αποτελούν δευτερεύοντα παράγοντα τακτικής για άτυπους διοργανωτές, αλλά αποσυνθέτουν τους συχνά ανατρεπτικούς στόχους. Οι διαδηλώσεις ενάντια στην επίθεση στο Ιράκ κατέστησαν δυνατό να ξανασκεφτούμε τη διεύρυνση της συμμετοχής στους αντικαπιταλιστικούς αγώνες ως δυνατότητα. Ως προς τη μορφή και την οργάνωσή τους, οι πορείες αυτές δεν διέφεραν ριζικά από το θεσμοθετημένο μοντέλο. Το πλήθος, όμως, που συγκεντρώθηκε δεν ήταν μια ομοιογενής ομάδα που ενωμένη ξεσηκώθηκε στο όνομα ενός κοινού σκοπού. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν συνένωσε το κόσμο μετατρέποντάς τον σε μάζα που σκοπό είχε να ανατρέψει με την ορμή της την ασφυκτικά οχυρωμένη Αμερικανική Πρεσβεία, το μνημείο του διεθνούς απολυταρχισμού. Δεν υπήρχε παλμός, ούτε ενιαία συνθήματα, ούτε καν κοινό σημείο εκκίνησης. Κι όμως η επιτυχία των κινητοποιήσεων έγκειται ακριβώς σε αυτή την ανομοιογένεια που επέτρεψε σε ομάδες αντικρουόμενες να συνυπάρξουν χωρίς ενιαία εκπροσώπηση. Και εκ των υστέρων αναρωτιόμασταν ποιο ήταν το αντικείμενο, ή καλύτερα τα αντικείμενα, της εναντίωσης τόσων διαφορετικών ομάδων: ο Μπους, ο Πόλεμος, οι μπάτσοι, η Αμερική, τα αυτοκίνητα, το Ισραήλ, ο διεθνής καπιταλισμός, οι πολυεθνικές πετρελαίου, η κυβέρνηση Σημίτη, οι τηλεοράσεις, ο στρατός, οι Αμερικάνικες βάσεις. Δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει μοναδική απάντηση.
Οι διαδηλώσεις αυτές είχαν τη δυναμική πράξεων που δεν πηγάζουν από τη σιγουριά μιας κοινής ταυτότητας, την αντίθεση προς ένα μυθικό έξω, αλλά από την ίδια την πολυμορφία του έσω. Ήταν συναθροίσεις ετερογενών στοιχείων που δεν περιορίζονταν στα πλαίσια της πόλης αλλά εκτείνονταν και στην επαρχία, κι ακόμα περισσότερο συνδέονταν με άλλες πόλεις και άλλες επαρχίες αμφισβητώντας την παραδοσιακή έννοια των κρατικών συνόρων και την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας εντός των ορίων του έθνους-κράτους. Το πλήθος χαρακτηριζόταν από τις πολλαπλές αυτές διασυνδέσεις, που αναδύονταν αρχικά στο διαδύκτιο και εν συνεχεία στις παράλληλες δράσεις που επεκτείνονταν συγχρόνως σε διάσπαρτα μέρη του κόσμου υπακούοντας σε μια γεωγραφία της εξουσίας που δεν βασίζεται στην εδαφική περιχαράκωση του χώρου.[1]
Σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα του πλήθους, η ενορχήστρωση των διαδηλώσεων προσπαθούσε αμήχανα να αναπαράγει τη γραμμικότητα της κλασικής πορείας. Οι διοργανωτές, στις περισσότερες περιπτώσεις, επιδίωκαν να χαράξουν δρομολόγια, να κατευθύνουν το πλήθος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι προσπάθειες αυτές πήγαν στις περισσότερες περιπτώσεις χαμένες καθώς ακόμα κι εκείνες οι ομάδες που κατάφερναν να επιτύχουν τον απαιτούμενο συγχρονισμό και να κινηθούν ορμητικά προς μια κατεύθυνση (κυρίως η ΚΝΕ λόγω παράδοσης) ηχούσαν σαν αναχρονιστικές παραφωνίες στη δυσαρμονία του πλήθους.
Η ακαθόριστη κίνηση του πλήθους ήταν όμως μία ριζοσπαστική μορφή πολιτικής πράξης. Εδώ μία θεωρητική παρέκκλιση θα βοηθήσει.
Η κίνηση και η ταχύτητα υπάρχουν σε μία εξαρτημένη σχέση με την εξουσία.[2] Η προσπάθεια να δαμαστεί η ταχύτητα, ο έλεγχος της κίνησης, τίθεται ως ένα κύριο πρόβλημα της εξουσίας. Οι πρακτικές που επιβάλει είναι πολλαπλές. Οι πολίτες ορίζονται ως διερχόμενοι, αντιμετωπίζονται από την εξουσία ως κινούμενοι από ένα τόπο σε κάποιον άλλον κι είναι απαραίτητο να παραμείνουν ως τέτοιοι. Οι δρόμοι με άλλα λόγια πρέπει να παραμένουν ανοιχτοί για τη διέλευση των πολιτών. Όταν αυτοί συγκεντρωθούν πρέπει η κίνησή τους να είναι προβλέψιμη: είτε η συγκέντρωση να πραγματοποιηθεί σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, είτε να προαναγγελθεί στις αρχές ώστε να ελεγχθεί. Ή στην πιο ακραία περίπτωση, όταν οι πολίτες κινηθούν ορμητικά, και ως αποτέλεσμα απειλητικά, να το κάνουν μαζικά και προς το μέρος ενός κοινού εχθρού (π.χ. επιστράτευση). Οι εορταστικές παρελάσεις και οι πορείες διαμαρτυρίες ακολουθούν το ίδιο μοτίβο.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η καθιερωμένη μορφή διαδήλωσης αναγνωρίζει ως κύρια δομή άσκησης της εξουσίας τη χαρτογράφηση του χώρου σαν ένα πλέγμα πορείας - εγκλεισμού. Η πόλη δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά συγκεκριμένων και άρρητα συνδεδεμένων πορειών και έγκλειστων –με απόλυτο, εφήμερο, ή διάτρητο τρόπο– χώρων. Η πόλη μπορεί να σχεδιαστεί σαν μία πολυμορφία πορειών, από το σπίτι προς τον χώρο εργασίας, προς τον χώρο του ελεύθερου χρόνου, και πίσω. Συνοδευόμενη από μία σειρά έγκλειστων χώρων που σποραδικά κατοικούμε ή απειλούμαστε ότι μπορεί να αναγκαστούμε να το κάνουμε: το σχολείο, το χώρο εργασίας, τις φυλακές, τους στρατώνες.
Η καθιερωμένη μορφή διαδήλωσης προσπαθεί να διαλύσει αυτή τη μορφή οργάνωσης: να δημιουργήσει μία πορεία με ταχύτητα ικανή να διασπάσει την προκαθορισμένη σχέση πορείας και εγκλεισμού. Η ορμή του πλήθους είναι το ζητούμενο. Η δημιουργία μιας πορείας τόσο ορμητικής που κανενός είδους εγκλεισμός δεν είναι δυνατόν να σταματήσει. Η διαδήλωση φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν αναδεικνύει την αναποτελεσματικότητα του εγκλεισμού, όταν η λαϊκή αντίδραση γίνεται τόσο δυνατή ώστε να τον αποτινάξει (τη Βαστίλη, τα χειμερινά ανάκτορα της Πετρούπολης, ή την κόκκινη γραμμή που επιβάλει και περιφρουρεί η Ελληνική αστυνομία).
Εδώ βρίσκεται και το κύριο πρόβλημα: η διαδήλωση-πορεία παγιδεύεται στην αντίθεσή της στις στρατηγικές εγκλεισμού. Αλλά αυτές οι μορφές εξουσίας έχουν μεταμορφωθεί. Οι κόκκινες γραμμές που εκάστοτε θέτει η αστυνομία είναι εικονικές: δεν ανταποκρίνονται σε μία πραγματική περιχαράκωση του χώρου, αλλά σχεδιάζονται τυχαία, μοιάζουν εφήμερες εν τη γενέσει τους, έρχονται-παρέρχονται, μετακινούνται κατά τη βούληση της αστυνομίας ανάλογα με το πόσο απειλητικοί θεωρούνται αυτοί που θέλουν να τις διασπάσουν. Η συμβολική δυναμική των κτιρίων που σκοπό έχουν να προφυλάξουν αναιρείται καθώς τώρα πια λειτουργούν μέσω των απαραιτήτων, πλέον, δικτύων (ηλεκτρονικών) μηχανισμών. Στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις της Αθήνας η οχύρωση της Αμερικάνικης πρεσβείας συχνά έμοιαζε με άτοπη υπερφόρτωση ενός φρουρίου που κανένας από τους διαδηλωτές δεν είχε την ελπίδα ή έστω τη βούληση να διεισδύσει, καθώς είχε κανείς την αίσθηση ότι το εσωτερικό του κτιρίου παρέμενε μονίμως άδειο. Η συμβολική διάσταση της Αμερικανικής επιρροής στην Ελλάδα περισσότερο συγκεντρώνεται στο εσωτερικό, αποκλειστικό ηλεκτρονικό δίκτυο που χρησιμοποιούν οι υπάλληλοι της Πρεσβείας και το password που επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτό.
Αν η διαδήλωση είναι η προσπάθεια ανατροπής μίας καθεστώσας τάξης, αυτή η τάξη τουλάχιστον με την παραδοσιακή της μορφή δεν κυριαρχεί πλέον. Η διαδήλωση είναι πρώτα από όλα κίνηση και η μορφή αυτής της κίνησης προσδιορίζει την πολιτική της δύναμη. Η διαδήλωση πρέπει να κινηθεί αντισταθμιστικά στις νέες μορφές εξουσίας: να ακολουθήσει τη διασπορά τους, να αναζητήσει τα διάχυτα στο χώρο και το χρόνο σημάδια της, να αποσυντονίσει τον ρυθμό με τον οποίο η εξουσία αναπαράγεται μέσα από τις θεσμοθετημένες μικροπρακτικές που την στηρίζουν.
Ο σταδιακός παραγκωνισμός του εγκλεισμού ως κυρίαρχης αρχιτεκτονικής της εξουσίας αδρανοποιεί τη δύναμη της μαζικής ορμής, της αδάμαστης ταχύτητας. Η στρατηγική του ελέγχου που έρχεται να την αντικαταστήσει δεν επιδιώκει την αυστηρή οριοθέτηση, ώστε να διασφαλίζονται τα στεγανά τόσο της πρόσβασης σε ορισμένους χώρους όσο και της δυνατότητας απόδρασης από άλλους. Αντίθετα, προσπαθεί να επιβάλλει ολοένα και πιο ασαφείς οριοθετήσεις στην κίνηση.[3] Ο έλεγχος δεν συγκεντρώνεται, απλώνεται. Οι παραδοσιακοί θεσμοί χαλαρώνουν τα αυστηρά συστήματα πειθαρχίας που τους στηρίζουν και εγκαθιδρύουν, μέσω των νέων τεχνολογιών, πλέγματα επικοινωνίας που δεν απαιτούν τη φυσική συνύπαρξη των ατόμων. Το κοινωνικό συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό σε έναν εικονικό τόπο, όπου κάθε μικροπρακτική εμπορικοποιείται και καταγράφεται.[4] Καθώς ολοένα και περισσότεροι χώροι εγκλεισμού «ανοίγουν», η ελευθερία διακίνησης εξασφαλίζεται για τον πολίτη-καταναλωτή. Η εξουσία ισχυρίζεται ότι προσφέρει σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες πρόσβασης στο χώρο. Τα εθνικά σύνορα καταλύονται από αγαθά (ανθρώπινα και υλικά) που διακινούνται ασταμάτητα εκπνέοντας έναν αέρα κοσμοπολιτισμού. Και όλα συντελούν στη δυνατότητα σύνθεσης της ζωής του ατόμου προκειμένου να είναι δυνατός κάθε στιγμή ο έλεγχος όχι όμως από έναν συγκεντρωτικό Μεγάλο Αδελφό, αλλά από οποιαδήποτε μονάδα έχει τη δυνατότητα συλλογής των διάσπαρτων δεδομένων της ύπαρξής του.
Η διασπορά της εξουσίας δεν είναι μονόπλευρη όμως. Ο πολίτης-καταναλωτής απολαμβάνει την έλλειψη αυστηρής οριοθέτησης, τη δυνατότητα πρόσβασης σε νέους τόπους και μαθαίνει να ζει με τη συνεχή πιθανότητα ελέγχου που αυτή συνεπάγεται. Στις μικροπρακτικές της διασποράς, όμως, ενυπάρχει και η πιθανότητα ανατροπής. Τα ίδια δίκτυα που διακινούν τα «απαραίτητα» καπιταλιστικά αγαθά επιτρέπουν και τη διακίνηση ιδεών και τη συγκρότηση κινημάτων που αντιστέκονται στον συνεχή έλεγχο. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μια ρομαντική απόδραση από την υπερφόρτωση των καπιταλιστικών κοινωνιών και την ένδεια των υποανάπτυκτων, αλλά η δημιουργία κοινών τόπων όπου καταφέρνουν να συνευρεθούν ομάδες διαφορετικών τοποθετήσεων και κατευθύνσεων. Κι οι πόλεις κατά τη διάρκεια τέτοιων γεγονότων μοιάζουν διαφορετικές, με κλειστά μαγαζιά, με διαδηλωτές να καταλαμβάνουν το κύριο κομμάτι των δρόμων, και την εντατικοποίηση του ελέγχου να περιορίζει τους υψηλούς αξιωματούχους, που κατά κανόνα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης.
Η διάσπαρτη λογική του ελέγχου αποσκοπεί στην αποτροπή της συνεύρεσης, ή καλύτερα τη μετατροπή της συνεύρεσης σε απλή συνάντηση είτε γιατί ιδιωτικοποιεί τους προηγούμενα δημόσιους χώρους στους οποίους θα μπορούσε αυτή να συμβεί, είτε γιατί επιβάλλει την κίνηση στην πόλη σύμφωνα με ασύνδετες και τελικά ασύμβατες ταχύτητες (οι πεζοί «μετανάστες» μοιάζουν με ιμπρεσσιονιστικές φιγούρες μέσα από τα Ι.Χ. των «Ελλήνων» πολιτών).[5] Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, σε αντιδιαστολή, η πορεία χαίρει θεσμικής και κοινωνικής αναγνώρισης. Όσο κινείται ευθύγραμμα και μαζικά δεν μπορεί παρά να διαπερνά επιδερμικά τις διάσπαρτες μορφές εξουσίας, να μην αμφισβητεί με κανένα τρόπο τη δεδομένη κίνηση στο χώρο, μόνο να προκαλεί την προσωρινή δυσφορία. Ο διαδηλωτής, όπως κι ο πολίτης-καταναλωτής που ψωνίζει δίπλα του, ακολουθούν την ίδια πάντα ιεροτελεστία κινήσεων που τους κρατούν σε απόσταση. Η συνεύρεση συμβαίνει όταν η καπιταλιστική οργάνωση της πόλης παρακάμπτεται από μία επιθυμία για κοινή ζωή που το ίδιο το πλήθος ορίζει.
Οι νέες μορφές εξουσίας κι οι δυνατότητες αντίστασης που προκύπτουν από αυτές δεν έχουν υποκαταστήσει όμως εξολοκλήρου τις παραδοσιακές στρατηγικές συγκέντρωσης. Από τη μια πλευρά ολοένα και περισσότερο ο εγκλεισμός αναιρείται καθώς εφευρίσκονται οικονομικότερες στρατηγικές εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι δομές του εγκλεισμού παραμένουν, όχι μόνο ως αναχρονιστικά κατάλοιπα, αλλά και ως απαραίτητα στηρίγματα των καινοτομιών αυτών. Έτσι το κράτος παρασύρεται από τη διάσπαρτη λογική του κεφαλαίου στα πλαίσια της τεχνολογικής επανάστασης, που μειώνει τη δυνατότητα ελέγχου των εθνικών συνόρων και εσωτερικών ορίων (οικονομικών και γεωπολιτικών), αλλά την ίδια στιγμή η κρατική κυριαρχία ενδυναμώνετε ως η μοναδική φαντασιακή και θεσμική προάσπιση ενάντια στη βίαιη αταξία της διασποράς.
Τόσο ο πόλεμος στο Ιράκ, όσο και οι πολύμορφες αντιδράσεις σε αυτόν μαρτυρούν αυτές τις αντιφάσεις. Η Αμερικανική διεθνοπολιτική ηγεμονία επιβεβαιώνεται μετά από το πλήγμα που δέχτηκε με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους μέσω της επίθεσης σε ένα κράτος. Οι Δυτικές κυβερνήσεις αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τη διάσπαρτη φύση των τρομοκρατικών πρακτικών ως έχει κι αναζητούν εκδίκηση κι επιβεβαίωση της δύναμής τους στην καταπάτηση της ήδη διάτρητης εθνικής κυριαρχίας του Ιράκ. Παράλληλα, όμως, με αυτή τη φαντασιακή μετάθεση του προβλήματος, ο πόλεμος ικανοποιεί και τα ποικίλα συμφέροντα πολυεθνικών ομάδων που λειτουργούν πέρα από τη λογική της εθνικής κυριαρχίας και καθιστά δυνατή την εκμετάλλευση μιας ολοένα αυξανόμενης ομάδας ανθρώπων (προσφύγων και μεταναστών, η διαφορά δεν υπάρχει ουσιαστικά) που διώκονται και περιθωριοποιούνται. Αντίστοιχα, το πλήθος που συγκεντρώθηκε στις διαδηλώσεις είχε σαφώς ανομοιογενή χαρακτήρα: ομάδες εκφράστηκαν με καινοτόμες στρατηγικές αντίστασης ενάντια στη σύνδεση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας με την επίθεση στο Ιράκ, άλλες έδρασαν καταδεικνύοντας επανειλημμένα τα πολυεθνικά και ντόπια συμφέροντα που εξυπηρέτησε ο πόλεμος. Παράλληλα όμως υπήρχαν κι εκείνες οι αντιδράσεις εθνικιστικού τύπου ενάντια στην Αμερικανική υπερδύναμη ως εκπρόσωπο του κακού, ή ακόμα ενάντια στο κεφάλαιο, ως μια ενιαία ομάδα πετρελαιοπαραγωγών… Κι αυτές πιθανότητα αποτέλεσαν το κυρίαρχο σώμα των διαδηλωτών.
Μπορεί όλες αυτές οι δυνάμεις να φαίνονται ασύνδετες ή ακόμα και αντιθετικές, μόνο όμως όταν προσλαμβάνονται υπό το πρίσμα μίας συγκεντρωτικής αντίληψης της σχέσης εξουσίας-αντίστασης. Η διασπορά της εξουσίας, η αυξανόμενη στήριξή της σε στρατηγικές ελέγχου καθρεφτίζεται σε μία αντισταθμιστική οργάνωση των δυνάμεων αντίστασης. Ο στόχος δεν θα πρέπει να είναι η σύνθεσή τους, κάτι τέτοιο θα ακολουθούσε την ίδια συγκεντρωτική λογική. Η διαμεσολάβηση ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές αντίστασης χάνει το νόημά της: δεν αντιμετωπίζουν την εξουσία σαν ένα ολοκληρωτικό κατασκεύασμα αλλά με τρόπο ημιτελές, αντιτάσσονται δηλαδή σε συγκεκριμένες αλλά αναγκαστικά μερικές εκφάνσεις της. Οι σύγχρονες δυνάμεις αντίστασης διαμορφώνονται δια μέσου της μοναδικότητάς τους. Αυτό που τις ενώνει είναι η κοινή εναντίωσή τους στους μηχανισμούς ελέγχου.
Η διάσπαρτη διαδήλωση έχει δύο ανατρεπτικά χαρακτηριστικά: Δεν είναι προβλέψιμη, και ως αποτέλεσμα είναι αρκετά δυσκολότερο να ενσωματωθεί στη λογική του εξουσιαστικού ελέγχου της πόλης. Δεν αποσκοπεί απλώς σε μία εναλλακτική, παροδική χρήση του χώρου και του χρόνου αλλά προσπαθεί να αναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτή τη χρήση. «Τελικά είναι στους δρόμους που πρέπει να διαλυθεί η εξουσία: γιατί οι δρόμοι, όπου η καθημερινή ζωή αντέχεται, υποφέρεται και διαβρώνεται κι όπου η εξουσία αντιμετωπίζεται κι αντιπαλεύεται, πρέπει να μετατραπούν στο χώρο όπου η καθημερινή ζωή απολαμβάνεται, δημιουργείται και θρέφεται».[6]
Η ίδια η δυναμική των αντιπολεμικών διαδηλώσεων καλεί σε εναλλακτικές στρατηγικές, σε μια διαφορετική ενορχήστρωση που αμφισβητεί τη γραμμική λογική της πορείας εκφράζοντας την πολυμορφία του πλήθούς και το ξεπέρασμα του εγκλεισμού ως τον κυρίαρχο τρόπο άσκησης της εξουσίας. Όσο γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εντοπισθεί η εξουσία σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τόσο πιο ανούσιες είναι οποιεσδήποτε προσπάθειες να αναζητηθεί η ενότητα όσων αντιδρούν. Όσο τα σύμβολα του παρελθόντος αυτού συγκεντρωτισμού καταρρέουν, τόσο οι διαδηλωτές αναζητούν νέους τόπους αντιπαράθεσης, μια διαφορετική αντίληψη της μορφής της ίδιας της αντίθεσής τους.
Όπως φάνηκε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αναπόφευκτα ξεπερνιέται η συμβολική λειτουργία της διαδήλωσης ως κίνησης που ανατρέπει τη συγκεντρωτική στασιμότητα της εξουσίας. Η πολυδιάσπαση της πορείας, κάτι που στο παρελθόν αποτελούσε τεχνική καταστολής μπορεί σήμερα να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική ανατροπής της ισχύουσας τάξης. Προκειμένου να είναι αποτελεσματική, η διαδήλωση πρέπει να είναι διασπαρμένη σε διαφορετικά σημεία της πόλης, δηλώνοντας την αντίθεση του πλήθους στις εξίσου διάσπαρτες μικροπρακτικές που συνθέτουν την εξουσία. Η Αμερικάνικη πρεσβεία δεν μπορεί παρά να αποτελεί μόνο ένα (όχι απαραίτητα το πιο σημαντικό) από τα πολλά σημεία όπου εκφράζεται η αντίθεση του πλήθους. Ομάδες διαδηλωτών θα συγκεντρώνονται συγχρόνως τόσο μπροστά στα γραφεία μιας πετρελαϊκής πολυεθνικής όσο και στο άγαλμα του Τρούμαν, τόσο στην είσοδο των Starbuck’s όσο και στα αναρίθμητα αστυνομικά τμήματα που κρατούνται μετανάστες και πρόσφυγες, καθώς και στα σημεία εισόδου στη χώρα όπου αυτοί διώκονται καθημερινά, μπροστά στα γραφεία των τηλεοπτικών καναλιών που παρουσιάζουν τη βία του πολέμου ως καταναλώσιμο αγαθό όσο και στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας που την νομιμοποιεί μέσω της παρουσίας ελληνικών στρατευμάτων στο εξωτερικό ή της χρήσης της βάσης της Σούδας.
Ακόμα περισσότερο, η αντίθεση αυτή δεν μπορεί να παίρνει τη μορφή μίας εφήμερης δράσης με σκοπό την ανοικτή διαμαρτυρία ενάντια σε μεγαλεπήβολα, αλλά και κενά, μνημεία-σύμβολα της ισχύουσας τάξης. Πρέπει να εμπαίζει την επικρατούσα λογική του χώρου και του χρόνου: όπως κάνουν ομάδες σαν τους Reclaim the Streets. Καταλαμβάνοντας κτήρια, βαγόνια του Μετρό, ή δρόμους για απογευματινά πάρτι, διοργανώνοντας ποδοσφαιρικούς αγώνες στη μέση πολυσύχναστων εμπορικών οδών ή σταματώντας την κυκλοφορία στο χρηματιστηριακό κέντρο του Λονδίνου στο καρναβάλι ενάντια στον Καπιταλισμό.[7] Μία σειρά από πράξεις αντίθεσης στις μικροπρακτικές που καθημερινά συνθέτουν την εξουσία: η μετατροπή της ώρας εργασίας σε ώρα πολιτικής έκφρασης, η κατάληψη των χρηστικών χώρων με σκοπό τη δημιουργική αξιοποίησή τους. Αυτή είναι μια αντίθεση πολύμορφη και συχνά αντιφατική, μια άρνηση που πάνω από όλα καταλύει τη μαζικοποίηση. Έτσι δεν ακολουθεί δεδομένες χαρτογραφήσεις αλλά οριοθετεί εκ νέου περιοχές στις οποίες ομάδες διαδηλωτών κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις εκφράζοντας τα ποικίλα μηνύματά τους. Προωθεί, με άλλα λόγια στρατηγικές διασποράς, μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες αντιδρούν στην καταστολή των αστυνομικών δυνάμεων και στην εικονική βία της τηλεόρασης που δύναται να αποθανατίσει μόνο μάζες ή ταραξίες που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια περιουσία.[8]
Αντίθετα από τις παραδοσιακές πορείες του παρελθόντος, οι διαδηλωτές κινούνται με διαφορετικούς ρυθμούς: άλλοι περπατούν ράθυμα απολαμβάνοντας τους άδειους δρόμους, άλλοι χορευτικά ακολουθώντας τα τύμπανα, άλλοι με αγωνιστικό παλμό κι άλλοι τρέχουν, πετώντας μολότωφ προς διαφορετικές κατευθύνσεις σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τα ΜΑΤ. Η ενδυνάμωση των πρακτικών αυτών μπορεί να αποτελέσει στρατηγική ενάντια στην επαναλαμβανόμενη ακολουθία αστυνομικών και διαδηλωτικών πρακτικών. Κι αυτό γιατί η νομιμοποίηση της αστυνομικής καταστολής των διαδηλώσεων προϋποθέτει τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ νομοταγών πολιτών που περπατούν μπροστά με σχεδόν συγχρονισμένο τρόπο και ταραξιών που τρέχουν μπρος-πίσω επιταχύνοντας και σταματώντας. Η ρυθμική αυτή αντίθεση είναι που επιτρέπει τη χρήση μεθόδων καταστολής που σκοπό έχουν να πλήξουν μόνο τους ταραξίες, αλλά στην ουσία επιδρούν στο σύνολο της διαδήλωσης. Μέσω της ενδυνάμωσης της ρυθμικής πολυχρωμίας του συνόλου της διαδήλωσης ανατρέπεται ο διαχωρισμός μεταξύ νομοταγών και μη. Δημιουργείται αντίθετα μια νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ όλων εκείνων που προσπαθούν να συνεχίσουν τον καθημερινό αγχωτικό ρυθμό ζωής, του αυτοκινητοδρόμου, των καταναλωτικών αγορών και της εργασίας, και εκείνων που περιφέρονται στην πόλη διαμαρτυρόμενοι.
Μία απροσάρμοστη διαδήλωση. Διάσπαρτες ομάδες που προχωρούν –μαζί, χωριστά, συγκλίνοντας, ή αποκλίνοντας– σε μία πόλη που αδυνατεί να τις περιορίσει, να τις ελέγξει. Μία διαδήλωση που υπερβαίνει την αυστηρή λειτουργικότητα: δεν αποτελεί ένα μοχλό πίεσης απέναντι στην εξουσία, ή μία μαζική πολιτική έκφραση. Να διαδηλώνεις δεν σημαίνει πια αποκλειστικά να απαιτείς κάτι, ή να διαμαρτύρεσαι για κάτι, αλλά να κινείσαι, να χρησιμοποιείς το χώρο, με ανατρεπτικό τρόπο. Η κύρια πολική πράξη που εκφράζει η διαδήλωση είναι η άρνηση της ύπαρξης στην καπιταλιστικά οργανωμένη πόλη και η δυνατότητα εξερεύνησης νέων μορφών κοινής ζωής.
Πώς προκύπτει όμως το πλήθος; Πώς δημιουργείται το υποκείμενο που θα συγκροτήσει τη διαδήλωση σαν μία ριζοσπαστική μορφή πολιτικής πράξης; Θα απαντούσαμε ότι το πλήθος είναι πάντοτε-ήδη εδώ: το πλήθος έχει συμβάλει στην έλευση του σημερινού συστήματος και είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή του. Το πλήθος δεν είναι ανατρεπτικό αυτομάτως ως απλό προϊόν της ανομοιογένειάς του. Παραμένει όμως εν δυνάμει ανατρεπτικό αφού είναι η δικιά του δράση που τρέφει αλλά και ταυτόχρονα προσφέρεται σαν αντικείμενο εκμετάλλευσης στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Σε μία πιο θεωρητική γλώσσα αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την έννοια της συνείδησης: η στρατηγική της αντίστασης δεν μπορεί να είναι μία αποκλειστικά ιδεολογική πάλη που έχει ως αντικείμενο την αφύπνιση του πλήθους. Αντιθέτως η πάλη του πλήθους συγκροτείται στη βάση της σχέσης πρακτικής-ελέγχου: πηγάζει από τη δυναμική ένταση μεταξύ των παραγωγικών πρακτικών του πλήθους και την αλλοίωση που τους επιβάλλεται από τον έλεγχο της εξουσίας. Είναι τελικά πιο χρήσιμο να αποφύγουμε και να αντιστρέψουμε το αρχικό ερώτημα: το πρόβλημα δεν είναι να ανακαλύψουμε με ποιο τρόπο θα διευρυνθεί η συμμετοχή στον αγώνα, αλλά ο (μεταβαλλόμενος) καθορισμός τού πώς μπορεί να διεξαχθεί ο αγώνας σήμερα.[9] Το πιεστικό ζήτημα είναι πώς μπορεί να οργανωθεί η επιθυμία του πλήθους ώστε να αποφύγει τους μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας ή στην καλύτερη περίπτωση να τους παρακάμψει. Με αυτή τη ματιά –και πιο συγκεκριμένα– το πλήθος «διαδηλώνει» όταν προσπαθεί να αναπροσδιορίσει τον τρόπο που ζει την πόλη.
Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις αποτέλεσαν συγχρόνως δείγμα της επαναλαμβανόμενης και αναποτελεσματικής στρατηγικής της πορείας κι ένα κάλεσμα για την ανεύρεση νέων στρατηγικών. Η διάσπαρτη διαδήλωση προκύπτει από τη σύγχρονη διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας, ξεκινά από τη διασπορά για να καταλήξει στη συνένωση. Και ο σκοπός της δεν είναι πλέον η δημιουργία μιας μάζας, αλλά «ενός πλήθους από μοναδικότητες» που οργανώνεται μέσα από την ίδια του τη δυνατότητα να διαμορφώνει εκλεκτικές, πολύπλοκές σχέσεις, που αντιτίθενται πάνω από όλα στην ομογενοποιημένη διαμόρφωση του χώρου και του χρόνου της πόλης. Η διαδήλωση έτσι ξαναγεννιέται ως μια δυσαρμονική συνύπαρξη διαφορετικών μορφών (και ρυθμών) αντίστασης.




[1] Στη μεταμοντέρνα κοινωνία, το πλήθος παίρνει τη μορφή που περιγράφουν οι Michael Hardt και Antonio Negri ως «ένα πεδίο από μοναδικότητες, ένα ανοιχτό σύνολο σχέσεων, που δεν είναι ούτε ομοιογενές ούτε ταυτόσημο με τον εαυτό του αλλά βρίσκεται σε μια ακαθόριστη, περιεκτική σχέση με το έξω του». Υπό αυτήν την έννοια δεν είναι ταυτόσημο με τον Λαό που προϋποθέτει και συγχρόνως ενδυναμώνει μια ενιαία ταυτότητα που αρθρώνεται σε πλήρη αντίθεση προς το έξω της: τον Εχθρό του Λαού. Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000), σελ. 103. Η μετάφραση είναι δική μας.
[2] Για την καλύτερη συζήτηση αυτής της σχέσης, βλέπε Paul Virilio, Speed and Politics: An Essay on Dromology (New York: Semiotext(e), 1986).
[3] Για τη μετάβαση από την κοινωνία της πειθαρχίας στην κοινωνία του ελέγχου, βλέπε Gilles Deleuze, «Post-scriptum sur les societes controle», στο Gilles Deleuze, Pourparlers (Paris: Les Editions de Minuit, 1990).
[4] Η φυσική παρουσία των υπαλλήλων δεν είναι απαραίτητη, καθώς η ηλεκτρονική σύνδεση των τερματικών επιτρέπει την εργασία από οποιοδήποτε χώρο, οι καταναλωτές δεν χρειάζεται πάντα να συνωστίζονται στα μαγαζιά καθώς μπορούν να παραγγέλνουν τα αγαθά, η εκπαίδευση γίνεται «ανοιχτή» καθώς δεν απαιτεί τη φυσική παρουσία των εκπαιδευόμενων ή των εκπαιδευτών, οι παραδοσιακές στιγμές συνεύρεσης χάνουν τη συχνότητά τους, μιας και ούτε ο χώρος ούτε ο τόπος θα πρέπει να είναι δεδομένοι αλλά να αποφασίζονται κάθε φορά με τη βοήθεια της τηλεφωνίας.
[5] Οι πλατείες κι οι λόφοι διανέμονται προς ενοικίαση, οι παραλίες επίσης. Αλλά και η πάλαι ποτέ «ύπαιθρος» μετατρέπεται σε οικολογικά πάρκα, με εισιτήριο, ή σε παραλίες γυμνωμένες από ελεύθερους κατασκηνωτές και παραγεμισμένες με ομπρέλες προς ενοικίαση.
[6] Από την ιστοσελίδα των Reclaim the Streets (Επαναδιεκδικήστε τους Δρόμους) .
[7] Για μια σύντομη αναδρομή στο ξεκίνημα των Reclaim the Streets και για τη δράση άλλων παρόμοιων ομάδων βλέπε, Naomi Klein, No Logo (London: Flamingo, 2000).
[8] Διαδηλωτές με φωτογραφικές μηχανές και κάμερες, αποθανατίζουν από την πλευρά του πλήθους τα δρώμενα αντιτιθέμενοι στη συγκεντρωτική ομοιομορφία των αεροφωτογραφιών της αστυνομίας και των τηλεοπτικών καναλιών. Η κατανάλωση στην υπηρεσία της αντίστασης; Κι όμως οι μικρο-φωτογραφίες τους αναπαριστούν διαδηλώσεις που δύσκολα σκιαγραφούνται πάνω σε χάρτες της πόλης, διαδηλώσεις που δύσκολά φαίνονται «μαζικές».
[9] Οι Hardt kai Negri συζητούν το ίδιο ζήτημα στο πλαίσιο της σχέσης εμμένειας-υπερβατικότητας. Η μαζική αντικαπιταλιστική πάλη εμφανίζεται στο πλαίσιο της νεωτερικής κυριαρχίας, όπου η σχέση εξουσίας-αντίστασης αρθρώνεται στη βάση ανταγωνιστικών υπερβατικών σχεδίων που διατείνονται ότι θα επιλύσουν τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα, η δράση του πλήθους σηματοδοτεί την κατάλυση της νεωτερικής κυριαρχίας και την έλευση της πλήρους εμμένειας. Η εμμένεια εμφανίζεται τη στιγμή που δεν είναι πια δυνατόν να οριστεί κανένα σύμβολο ή πρακτική που να βρίσκεται εκτός του πεδίου του παγκοσμίου συστήματος. Σε αυτό το πεδίο, ο αγώνας του πλήθους δεν αποσκοπεί στη διαμόρφωση «εναλλακτικών» δομών ως προς τις καπιταλιστικές, η επιδίωξή του δεν είναι η υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος. Το πλήθος εμπλέκεται σε μία διαδικασία «συγκρότησης»: αναπροσδιορισμού υπαρκτών πρακτικών και δυνάμεων οι οποίες αποτελούν συστατικά της εξουσίας. Βλέπε Hardt and Negri, Empire, σσ. 370-413.

Κείμενο: Παύλος Χατζόπουλος, Ελένη Καμπούρη

Πηγή: περιοδικό Θέσεις, τευχ.86, Ιαν-Μάρτιος 04