Friday, December 19, 2008

Ομόνοια blues

Ή το κοινωνικό πρόσωπο της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης

Η σύγχρονη πόλη ζει μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση. Από τη μια είναι χτισμένη με αδρανή υλικά και μεταβάλλεται αργά, στη λογική της μακράς διάρκειας που χαρακτήριζε πάντα τα οικοδομικά κελύφη της αρχιτεκτονικής της. Και από την άλλη είναι ο φυσικός φορέας της κοινωνικής και πολιτισμικής δραστηριότητας που μεταλλάσσεται διαρκώς με έναν φρενήρη ρυθμό κυκλοφορίας ανθρώπων και εμπορευμάτων, πληροφοριών και εικόνων κάθε είδους και μορφής. Είναι δύσκολο να συλλάβει το μυαλό μας την κινητικότητα αυτή, διαρκώς κινούμενο και το ίδιο, μέσα στο φυσικό του σώμα και στο δίκτυο της πληροφορίας, βιώνοντας την καθημερινότητα του χώρου ζωής και εργασίας, του αυτοκινήτου και του μέσου επικοινωνίας. Ολα γύρω είναι ή φαίνεται πως είναι σταθερά και αμετάβλητα. Η τριλογία της οδού Πανεπιστημίου- Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία- είναι όπως ήταν προτού γεννηθεί οποιοσδήποτε από εμάς, με εξαίρεση την πρόσφατη «επένδυση» ενός κτιρίου με «hondos» πίσω από τη Βιβλιοθήκη, στην οδό Ιπποκράτους, που έχει αλλάξει δραστικά το βάθος πεδίου. Και όχι μόνο δεν αλλάζουν τα κτίρια, αλλά συντηρούνται επίμονα και συστηματικά για να φαίνεται ότι δεν αλλάζουν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει- παραδόξως- στην πλατεία της Ομόνοιας. Λέω «παραδόξως» γιατί οι περισσότεροι θα υποστήριζαν πως η πλατεία αυτή άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. Και όμως, η πλατεία, που ορίζεται από το μέτωπο των περιμετρικών κτιρίων, διατηρεί την τετράγωνη μορφή που είχε πάντα και περιβάλλεται από τα κτίρια που γνώρισα και εγώ σαν παιδί. Και εδώ τα κτίρια έχουν συντηρηθεί, καθαριστεί και αναδειχθεί για να εξασφαλιστεί το αμετάβλητο του αρχιτεκτονικού κελύφους, με εξαίρεση ένα, «ντυμένο» και αυτό με «hondos», στη γωνία της 3ης Σεπτεμβρίου. Αυτά που αλλάζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε μια πόλη είναι τα κάθε είδους κινητά συστατικά της, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, τα εμπορεύματα, η εικόνα των εμπορευμάτων (τα «hondos» δηλαδή). Σε αυτά υποτάσσεται η οργάνωση των ροών της κίνησης και των εφήμερων στάσεων, αυτά εκφράζουν το κοινωνικό πρόσωπο και την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση στο σύγχρονο αστικό τοπίο.
Η Ομόνοια ήταν και είναι ζωτικός πυκνωτής στη σύγχρονη μεγαλούπολη στην οποία ζούμε. Ο Δρομέας ήρθε και έφυγε, όπως έρχονται και φεύγουν οι δημοτικοί άρχοντες. Το σιντριβάνι του 1960, έργο αρχιτέκτονα και γλύπτη, διαρκώς μεταβαλλόμενο στη ροή της μέρας και της νύχτας, μείξη χρωμάτων και υδάτων, αυτοκινήτων και ανθρώπων, ήταν μια εφήμερη «εγκατάσταση» στη μακρά διάρκεια της πλατείας. Και η σύγχρονη πλατεία είναι το έδαφος μιας πολιτισμικής εντροπίας επειδή προσφέρει την ευκαιρία για λίγο μεγαλύτερη στάση στη διαρκώς μεταβαλλόμενη σύνθεση της κοινωνικής συγκρότησής της. Η αταξία αυτή είναι χαρακτηριστικό πύκνωμα της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης στην οποία αναφέρομαι. Οι διασταυρούμενες ροές φύλων και φυλών, συναλλαγών και ανταλλαγών, αυτοκινήτων, τουριστών και δύο γραμμών μετρό με οκτώ δρόμους που οδηγούν σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας είναι το αποκορύφωμα της αστικής πλατείας της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Το πρωί και το απόγευμα, στο φως του ήλιου, στον ηλεκτρισμό του υπογείου, όλη τη νύχτα στις ανταύγειες του γενικού φωτισμού, η πλατεία είναι εξαιρετικά ζωντανή χωρίς να είναι ίδια. Μοιάζει με πλατείες από όλον τον κόσμο, που υλοποιούν το μητροπολιτικό ανάλογο της καρδιάς, Τimes Square και Αlexanderplatz, αλλά είναι ταυτοχρόνως διαμορφωμένη με ισχυρή αστική τυπολογία και είναι γεωγραφικά ορισμένη σε σχέση με το πολιτισμικό αποκορύφωμα της πόλης, την Ακρόπολη, ώστε να επιβάλλεται και ως κλασική πλατεία. Το κοινωνικό πρόσωπο της σύγχρονης μεγαλούπολης είναι μια σύνθεση αντιθέσεων που γνωρίζαμε ήδη από τον περασμένο αιώνα, αλλά τώρα εκρήγνυνται ως πολιτισμική παγκοσμιοποίηση και επιταχύνονται σε πείσμα της αδράνειας του οικοδομικού περιβάλλοντος. Συγκρίνοντας την Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου με τη σημερινή μπορούμε να μετρήσουμε αυτή την αλλαγή και ίσως να ορίσουμε ένα υψηλότερο συντελεστή ρευστοποίησης των διαφόρων κοινωνικών δράσεων, αλλά δεν πρόκειται να εκπλαγούμε. Και όμως, η έκπληξη του ιθαγενούς κοινωνικού συνόλου ήταν απρόσμενα ηχηρή όταν σχεδιάστηκε η «τελευταία» Ομόνοια με το πρόσωπο της πόλης του 21ου αιώνα, ψηφιακή, διεθνής, κοινωνική, ως ιδανικό πλαίσιο της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης.
Η γενικευμένη αντίδραση απαίτησε αναδρομικά το κοινωνικό πρόσωπο της πόλης του 19ου αιώνα, την πλατεία του μεγάλου χωριού, με τραπεζάκια έξω και δεντροστοιχίες, με την ευτυχία γραμμένη σε όλα τα πρόσωπα και βεβαίως με «καθαρότητα» σε όλες τις ταυτότητες και τις ανθρώπινες σχέσεις. Και το ζήτησε πάνω από μια τεχνητή πόλη, στην «ταράτσα» του πολυώροφου επικέντρου της, στο roof-garden, έχοντας ήδη «απωθήσει» τη μη καθαρή σύνθεση των κοινωνικά και πολιτισμικά επίμεικτων δράσεων σε όλη την υπόλοιπη χώρα, στις γειτονιές και τα σπίτια, στα εργοστάσια και τα χωράφια, έχοντας εξορκίσει επιδεικτικά το κοινωνικό πρόσωπο και την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση για χάρη μιας πόλης-θεάματος του εξιδανικευμένου εαυτού της. Ποιο μπορεί να είναι λοιπόν το κοινωνικό πρόσωπο της πόλης σε μια εποχή της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης; Τι άλλο από ένα πεδίο συγκερασμού των πολιτισμικών και εθνικών ταυτοτήτων, των κοινωνικών και οικονομικών αποκλίσεων, των φυλετικών, των θρησκευτικών και ηθικών διακρίσεων. Στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στις μεγάλες πόλεις, η διαπολιτισμικότητα αυτή ήταν εγκατεστημένη από τον περασμένο αιώνα και αποτελούσε
ένα δεδομένο που έτρεφε, μέσα από την αντίθεση και τη σύγκρουση, την πολύβουη σύνθεση του αστικού προσώπου τους. Τόσοι και τόσοι από μας έχουν ταξιδέψει και έχουν απολαύσει τις «βρώμικες» πλατείες, έχουν περπατήσει σε ανήσυχους δρόμους των δυτικών μητροπόλεων, χαμένοι στη βαβούρα της πολιτισμικής συνύπαρξης και στο θέαμα των αντιφάσεων. Μαύρα, άσπρα και κίτρινα πρόσωπα, πολύχρωμα ρούχα, ακατανόητες γλώσσες και μουσικές, σε πλατείες και πεζοδρόμια, πραγματικό μωσαϊκό πολιτισμών που συναντιούνται αλλά δεν σμίγουν και όμως πορεύονται μαζί, τη μέρα και τη νύχτα, στη δουλειά και στη ζωή. Το κοινωνικό πρόσωπο της πόλης του 21ου αιώνα θα είναι το πρόσωπο μιας αμοιβαίας αναγνώρισης των διαφορών, μιας πολιτισμικής συνάντησης που «οικοδομείται» ως ανθρώπινη σχέση στο εσωτερικό του αργά μεταβαλλόμενου αρχιτεκτονικού κελύφους κάθε αστικού περιβάλλοντος.

Σε ένα κέλυφος σαν και αυτό, σε μια «Ομόνοια» ολοκληρωμένη όπως σχεδιάστηκε, για τον 21ο και όχι τον 19ο αιώνα, πρέπει να δοκιμαστεί η δυνατότητα να αποκτήσει ο χώρος της συλλογικής μας ύπαρξης το όποιο κοινωνικό πρόσωπο επιθυμούμε. Χωρίς αμφιβολία, η συνάντηση αυτή θα είναι μια σύνθεση πραγματικών αντιθέσεων. Το κοινωνικό πρόσωπο θα είναι οπωσδήποτε ένα πρόσωπο με τα ίχνη των συγκρούσεων που θα έχουν αφήσει ουλές, που θα έχει «φάει» το δέρμα του ο συγκερασμός, όπως «τρώει» το ανθρώπινο πρόσωπο ο καιρός και ο χρόνος. Η πολιτισμική συνάντηση, αυτή η πανάρχαια πρακτική των λαών που κινούνται πέρα από θάλασσες και από στεριές, θα οξύνει τις ανταλλαγές, θα ωριμάσει τις επιρροές, θα γονιμοποιήσει. Στην Ομόνοια λοιπόν- συμβολικό ανάλογο της σύγκλισης που ορίζει το όνομά της- κρίνεται το πρόσωπο που θα αποκτήσει η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση. Και αυτό το «πρόσωπο» δεν θα είναι τελικά ένα ζήτημα του χτισμένου αλλά του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Θα είναι το δικό μας πρόσωπο.

Παναγιώτης Τουρνικιώτης
Panayotis Tournikiotis

Πηγή:ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 05/12/2008