Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών μου
ελλόχευε ένα ποίημα,
όχι απ’ αυτά που γράφουν στο χαρτί,
αλλά από κείνα που ‘ναι διάχυτα στον άνεμο
ή που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες
και που ‘ναι αυτό καθεαυτό το αίμα πιθανόν
μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής
Η κάθε νύχτα, μου μιλούσε με ένα ποίημα
που ‘σπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια
σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγει
κι η καμάρα μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης
απ’ το χρώμα το ρυθμό της ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευε παντού, με τόση λυσσαλέα επιμονή
αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα
ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε
ολόκληρη κι εμένα ένα ποίημα, που αναπτύχθηκε
και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Σταύρος Βαβούρης
από τη συλλογή Τρία ποιήματα, 1954
(1925-2008)