Γιατί φούντωσε ξαφνικά το ενδιαφέρον για τις καταστροφές του υπερτουρισμού στα ελληνικά νησιά, ιδίως στις Κυκλάδες, αλλά και σε άλλους παράκτιους προορισμούς; Ένα τέτοιο ερώτημα δεν πρέπει να το αντιμετωπίζουμε μακριά από τo συμπληρωματικό του: Γιατί εξακολουθεί να έλκει η Αθήνα τους περιβόητους «ξένους επενδυτές» αλλά και ανήσυχους νέους δημιουργούς και ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο, επιφέροντας μια άνευ προηγουμένου μεταβολή στην ίδια την κοινωνική δομή της πόλης και στην αγορά ακινήτων, κυρίως λόγω της μολυσματικής εξάπλωσης του Airbnb; Η καλή φίλη Ίρις Λυκουριώτη ξεκίνησε τη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα για να συνεχίσει εδώ στα «Πρόσωπα» των «Νέων», με μια διαυγή τοποθέτηση-οδηγό, στην οποία τρύπωξαν στη συνέχεια κι άλλοι. Στην ακολουθία αυτή συνεχίζω σκαλίζοντας τον πυρήνα του θέματος που ενεργοποιεί νέες κοινωνικές και περιβαλλοντικές σχέσεις, ροές, δυναμικές και εντάσεις.
Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΗΣΗΣ
Το 1978 κυκλοφορεί το Delirious New York, το διαβόητο αναδρομικό μανιφέστο του ολλανδού αρχιτέκτονα Rem Koolhaas για το Μανχάταν, το οποίο έμελε να αποτελέσει ένα βιβλίο σύμβολο της δεκαετίας. Πλάι σ’ αυτό θα προσέθετα το Λος Άντζελες: Η αρχιτεκτονική των τεσσάρων οικολογιών (1971) του Reyner Banham και το Μαθαίνοντας από το Λας Βέγκας (1972) των Venturi, Scott Brown και Izenour. Ας κρατήσουμε για την ώρα τα ονόματα των τριών πρωταγωνιστριών πόλεων: Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες και Λας Βέγκας. Μέσα από μια παθιασμένη πρόζα και προπάντων κυνικό λυρισμό ο Koolhaas υποστηρίζει ότι από το 1850 η απότομη αύξηση του πληθυσμού και της τεχνολογίας κατέστησαν τη μητροπολιτική νήσο του Μανχάταν ένα είδος εργαστηρίου για τη γέννηση ενός ιδιαίτερου τρόπου ζωής: την «κουλτούρα της συμφόρησης». Τα χρόνια που ακολούθησαν η εξύμνηση της παραληρηματικής πυκνότητας των μεγαλουπόλεων, που αντιπαρατίθεται στη διαλυτική εξάπλωση των προαστίων (sprawl), αναδείχθηκε σε ένα είδος τερματικού του δυτικού πολιτισμού.
Οδηγώντας σε κραιπάλη όλες τις παρανοϊκές ψευδαισθήσεις της πρώιμης νεωτερικότητας, ο Koolhaas επιλέγει το παραθαλάσσιο θέρετρο και το λούνα παρκ του Coney Island ως το χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας σειράς «τεχνοψυχικών» μηχανισμών που υλοποιήθηκαν χωρίς καμία επίσημη εξαγγελία. Μεταξύ πολλών άλλων, ενδεικτικά αναφέρω την «ηλεκτρική κολύμβηση» –δηλαδή το κολύμπι με τεχνητό φωτισμό κατά τη διάρκεια της νύχτας– εφόσον λόγω της υπερβολικής «συμφόρησης» οι περισσότεροι επισκέπτες δεν κατόρθωναν να βρουν μια θέση στον ήλιο της παραλίας και να κολυμπήσουν τη μέρα. Οπότε, ανάγοντας μια διαδεδομένη παραθαλάσσια εμπειρία σε μητροπολιτικό σύστημα βάρδιας, η τεχνολογία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υποκαθιστά τη «φυσική» εμπειρία. Σ’ ένα τέτοιο εξ ολοκλήρου τεχνητό σύμπαν –το οποίο ο συγγραφέας αποκαλεί «ζωή μέσα στη φαντασία»– το φυσικό και το τεχνητό, το πραγματικό και το φανταστικό δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Η επιρροή αυτού του παραληρηματικού –πράγματι– βιβλίου σ’ όλη την αρχιτεκτονική κουλτούρα υπήρξε απροσμέτρητη, ακόμη κι όταν μας αρέσει να το αμφισβητούμε. Κι αυτό γιατί πάνω απ’ όλα περιγράφει τη διάχυση μιας νέας περιβαλλοντικής και κοινωνικής συνθήκης, καθώς και τις πιο εξωφρενικές καινοτομίες και φαντασιώσεις του ύστερου καπιταλισμού, στην κατεξοχήν μητρόπολη, ως ένα συλλογικό έργο το οποίο δημιουργήθηκε χωρίς την πρόθεση κανενός αρχιτέκτονα: Πρόκειται για το σχεδόν αυτόματο υποπροϊόν ενός συλλογικού μητροπολιτικού υποκειμένου. Μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια θεώρηση έδωσε και σ’ εμάς τη δυνατότητα να διαβάσουμε με διαφορετικούς όρους το φαινόμενο της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Στην αστική μήτρα της οποίας ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Kenneth Frampton διέκρινε το 1985 μια μορφή αναπαραγωγής του κατακερματισμένου μωσαϊκού των νησιωτικών οικισμών. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξη μια τέτοια σύνδεση, τόσο οι νησιωτικοί παραδοσιακοί οικισμοί, όσο το Μανχάταν και η αθηναϊκή πολυκατοικία είναι το μέγιστο επίτευγμα ενός συλλογικού υποκειμένου.
Το λέω αυτό γιατί νομίζω ότι είναι λάθος και μάλλον αφελές να διαχωρίζουμε σχηματικά την πόλη απ’ ότι συμβαίνει στα νησιά ή στην ύπαιθρο λες και πρόκειται για τους αντιπροσωπευτικούς τόπους της «κόλασης» και του χαμένου «φυσικού παραδείσου», αντίστοιχα. Αυτός είναι, εξάλλου, ο φανταστικός πυρήνας του μαζικού τουρισμού, ο οποίος καταστρέφει αδυσώπητα ό,τι πασχίζει αγχωτικά να «απολαύσει» και να «διασώσει» ως εμπειρία.
ΝΗΣΙΑ: Η "ΣΤΗΛΗ ΤΗΣ ΡΟΖΕΤΤΑΣ" ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ;
Ωστόσο, μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες, οι αντιλήψεις μας για την «κουλτούρα της συμφόρησης» έχουν αλλάξει εντελώς. Αν το Delirious New York ήταν το βιβλίο που θεματοποίησε μια σειρά μη ορθολογικές έννοιες και συμπεριφορές της μεταμοντέρνας εποχής, τι γίνεται σήμερα, που η κλιματική αλλαγή, οι συνεχείς μεταναστευτικές ροές, οι εκτεταμένες επιπτώσεις της «ανθρωπόκαινου», τα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα οικοσυστήματα αλλάζουν τις αντιλήψεις μας για το τοπίο και το περιβάλλον σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Οι φαντασιώσεις του Coney Island και του Ουρανοξύστη δεν μπορούν πλέον σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν παραδείγματα αυτής της νέας συνθήκης. Σε τέτοιο βαθμό, που ακόμη και ίδιος ο Koolhaas έσπευσε να παρουσιάσει το 2020 στο Guggenheim της Νέας Υόρκης, την έκθεση-έρευνα Countryside: The Future: Το ντελίριο της «συμφόρησης» αντικαθίσταται από τις ραγδαίες αλλαγές που υφίστανται οι αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη που αποκαλούμε «ύπαιθρο», ήτοι το 98% της συνολικής επιφάνειας της Γης.
Η αλλαγή παραδείγματος είναι επιτακτική επειδή η επιβίωση όχι μόνο του δικού μας αλλά ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού στη Γη θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα καταφέρουμε να δώσουμε. Παρότι παραμένει ένα πολύτιμο σημείο αναφοράς, δεν αρκεί να μιλήσει κανείς σήμερα για το «παρόν και το μέλλον» του τουρισμού στη χώρα μας με τον τρόπο έγραψαν ο Γιώργος Κανδύλης, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, και ο Α. Καλίνσκη στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αρχιτεκτονικά Θέματα», το 1967. Διαφορετικές γενιές αρχιτεκτόνων που ακολούθησαν αναζήτησαν διάφορες λύσεις, παράγοντας ένα πλατύ δίκτυ συνδυασμών, αναγνώσεων (δηλαδή «αναγνωρίσεων») αλλά και παραναγνώσεων του τοπίου. Στη συζήτηση που επανεκκίνησε –και ελπίζω να κρατήσει– η Ίρις Λυκουριώτη δοκιμάζει στο πολιτικό φαντασιακό (που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα) και στις σχεδιαστικές μορφές της «αποανάπτυξης»• άλλοι αναζητούν «έξυπνες λύσεις», άλλοι εξακολουθούν να σπαταλούν την κουλτούρα της συμφόρησης στην ατομικότητα και την πολυτελή αισθητική του καλού γούστου, χωρίς να λείπουν και εκείνοι που επιμένουν στο δημοκρατικό δικαίωμα της απόλαυσης. Οι μόνοι που δεν κάνουν απολύτως τίποτα είναι οι αρμόδιοι κυβερνητικοί και διοικητικοί θεσμοί, οι οποίοι σωρεύουν εδώ και χρόνια μια σειρά νομοθετικών παρεκκλίσεων και πονηρών εκτροπών, οι επιπτώσεις των οποίων σήμερα τρομάζουν ενώ αναδιατυπώνονται στο διηνεκές.
Εντούτοις, η απειλή του «υπερτουρισμού» δεν είναι ένα επιμέρους εποχικό πρόβλημα επειδή αφορά τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε τη Γη. Εκεί ακριβώς έγκειται ο καταστρεπτικός του χαρακτήρας που μας εξοργίζει: Στην αδυναμία κατοίκησης η οποία, θα προσέθετα, δεν αφορά μόνο τους τουρίστες ή τον τουρισμό αλλά όλους μας. Γι αυτό και δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αναμέτρηση με ορισμένα καίρια ερωτήματα που διαθέτουν διακριτό ανθρωπολογικό εκτόπισμα: Τι σημαίνει, για παράδειγμα, σήμερα να κατοικείς ή να ταξιδεύεις σε μια χώρα, σε μια πόλη, σε μια υπαίθρια περιοχή, σ’ ένα νησί ακόμη και στους πιο δημοφιλής προορισμούς του μαζικού τουρισμού; Και ειδικότερα στην περίπτωσή μας: μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον και τον τουρισμό της χώρας μας με όρους κατοίκησης; Εδώ ανακύπτουν οι χρόνιες εκκρεμότητες της πολιτειακής και της αρχιτεκτονικής μας κουλτούρας που συχνά μετατρέπουν την «πολεοδομία» σε ένα είδος «πολεοκτονίας», και στην περίπτωση των νησιωτικών οικισμών, «νησιοκτονίας»: Δεν διαθέτουμε καμία συλλογικά αποδεκτή αντίληψη για το πώς φανταζόμαστε όχι μόνο το μέλλον των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών αλλά και του συμπληρωματικού τους αντίστοιχου, των πόλεων. Και δεν εννοώ, βέβαια, τον μανιακό περιορισμό στα ιστορικά παραδείγματα της δεκαετίας του 1960, ή στη νοσταλγία και τη χειροτεχνία του «τι ωραία που ήμασταν κάποτε».
Αν λοιπόν ο μισός αιώνας που μόλις τελείωσε (1970-2020) είχε ως πρότυπο τις μεγαλουπόλεις οι οποίες καθιέρωσαν τη θυελλώδη ψηφιακή αποϋλοποίηση και την ενσωμάτωση των τεχνολογιών των μέσων ενημέρωσης, το μέλλον της αστικής κατάστασης μοιάζει να βρίσκεται όλο και περισσότερο σε αυτό που δεν μπορεί πλέον να παραχθεί σ’ αυτές. Η ολοκληρωτική διάχυση του ψηφιακού σύμπαντος και η κλιματική αλλαγή δεν μπορούν παρά να μεταβάλλουν ριζικά τις αντιλήψεις μας για την κατοίκηση και την πόλη. Σε μια τέτοια αναθεώρηση η επιδημία του Covid συνέβαλε κι αυτή με τον τρόπο της, χωρίς ωστόσο να διατηρεί μοναδικό ρόλο.
Αν, λοιπόν, το Μανχάταν ήταν η «Στήλη της Ροζέττας» του 20ου αιώνα, ορισμένα μικρότερα περιαστικά ή ορεινά κέντρα, οι παραθαλάσσιοι οικισμοί και τα ελληνικά νησιά θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να διεκδικήσουν τον ρόλο αυτό για τον 21ο αιώνα, μόνο αν καταφέρουν να αποφύγουν τη μετατροπή τους σε εφιαλτικούς μη-τόπους του υπερτουρισμού. Γι αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι να την αποκωδικοποιήσουμε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ
ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΙΣ/ ΝΗΣΙΑ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
Τα Νέα Σαββατοκύριακο, 3-4 Σεπτεμβρίου 2022