Sunday, June 21, 2020

Η Δάφνη και η Λάουρα, και τα λοιπά


Αυτός ήταν, που με είδε
λίγο πριν μεταμορφωθώ,
πριν ο φλοιός του δέντρου /το τρίχωμα/ το χιόνι
μου μπουκώσουν το στόμα,
πριν τα μάτια μου πετάξουν μάτια.


Δεν έπρεπε να δείξω φόβο,
ή τόσο πολύ γάμπα.

Το άναυδο βλέμμα του —
Δεν το ήθελα!
Μόνο που ο λαιμός της
ήταν πιο λεπτός απ’ ό,τι νόμιζα.

Οι θεοί δεν ακούνε τη λογική,
θέλουν αυτό που θέλουν —
το σημάδι της ηλιοθεραπείας
στο κάτω μέρος της ράχης,
εκείνα τα δόντια σαν
αποσμητικό στόματος,
τη σταγόνα εκείνη του ιδρώτα
να στολίζει το πάνω χείλι—
ή έτσι τα περιγράφουν
στα δικαστήρια.

Γιατί ν’ ακουστείς όταν
μπορείς να ψιθυρίσεις;
Θρόισε, σαν τα ξερά φύλλα.
Κάτω απ’ το κρεβάτι.

Είναι άσχημα εδώ, αλλά πιο ασφαλές.
Έχω οκτώ δάχτυλα
κι ένα καβούκι, και ζω στις γωνίες.
Μπορώ να μείνω ξύπνια όλη νύχτα.
Επεξεργάζομαι
τις δικές μου ιδέες:
το δηλητήριο, ένα δίχτυ, ένα καπέλο.
μια τελευταία ευκαιρία.
Έτρεχε εκείνος,
κάτι ρώταγε,
κάτι ήθελε.
Margaret Atwood, 2001