Monday, January 2, 2017

Little Red



Δεν θα ξανάρθω πια γιαγιά, δεν θα ξανάρθω
με το καλάθι μου όλο σκίνα όλο μυρτιές
ολο τον κίνδυνο ως την άκρη εκεί, του δάσους
ενα γιαπί, ένα γήπεδο,
μέσα στο τίποτα ένα κέντρο, ένα αυθαίρετο έξαφνο ένα φως
η είσοδος μισανοιχτή, δεν θα ξανάρθω
με το παλτό μου, σαν τρελή χαρά
τακ τακ δεν θέλω πάλι στα τακούνια – τι χαλίκια, τι ασβέστες.
Αυτός ο λύκος, πόσο τρυφερά
μας φτάνει στην κραιπάλη
ανυποψίαστα παιδάκια διαρκώς.
Πόσο γλυκός, πόσο δικός, ο τρομερός του τρόπος – νύχια δόντια
τα γκρίζα μάτια σου ολόιδια κι αλλιώς
η απειλή σαν συμβουλή μας κόβει την ψυχή, μας παρασύρει
αυτή η φωνή – βυθός και
αφρός –τα ασπρόρουχά μας, μια χροιά σκόνη και γύρη– ναι, γιαγιά
η απαράλλαχτή μας δόξα μοιρασμένη.

Κι αυτή η πόλη, η λεκάνη της, μια αυλή,
βλέπω κοτούλες, βλέπω προβατάκια σαν να με κάλεσε η σύμπασα ζωή –για να με κάνει, τι; – Να ονειρευτώ,
να ονειρευτεί η αθεράπευτή μου η νύχτα εχτές ξανά,
κάτω απ’ το χώμα
το νερό τυφλό.
Εκεί με πάει, η άσφαλτός μας να πλυθώ
μέσα στο κρύο – ένας ναός
οι άδηλές του εκεί, στο σύθαμπο οι κολώνες.
Ντύνομαι γδύνομαι γιαγιά πόσους αιώνες
μου ετοιμάζατε αυτόν τον προορισμό
εμένα με το κέικ, με τη σκούφια – το βουνό τι με κοιτάζει;
Δεν θα ξανάρθω
κι ας αφήσω – που σας έχω τόση αγάπη
ας τον αφήσω όλο τον κόσμο μου
αβοήθητο
στον πυρετό.

Μέλπω Γρυπάρη, 2012