Οταν ο Οργουελ απέδιδε την αντίληψη ότι «αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον και αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν» στον «Μεγάλο Αδελφό» και στον ολοκληρωτισμό του, το μυθιστόρημα του Μπόρχες «Πιερ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη» είχε ήδη αρχίσει να εκκολάπτει μιαν ανάλογη αντίληψη, την οποία ανέπτυξε ο μεταμοντερνισμός. Η κρίσιμη διαφορά, είναι πως για το καθεστώς στο οποίο παρέπεμπε ο Οργουελ «το παρελθόν» ανακαθοριζόταν ώστε να δικαιώνει μια τυραννική εξουσία, ενώ για τους μεταμοντέρνους σε εξουσιαστή αναδεικνύεται ο κάθε αναγνώστης, ο οποίος ξαναγράφει στη συνείδησή του τα όσα παραθέτει το κείμενο, ανάλογα με τις κοσμοαντιλήψεις και τις επιδράσεις που έχει δεχθεί από άλλα διαβάσματά του, και γίνεται έτσι ο νέος συγγραφέας του ίδιου κειμένου.
Μολονότι είναι καταφανές πως άλλο πράγμα ο «Μεγάλος Αδελφός» και η δικαίωση κάθε αιμοσταγούς θηριωδίας λαών, κι εντελώς άλλο ο μεταμοντερνισμός και η δικαίωση κάθε αυθαίρετης ερμηνείας κειμένων, οι τελευταίες εκλογές δείχνουν ότι για σημαντικά ποσοστά Ελλήνων ψηφοφόρων αυτές οι διαφορές χάθηκαν κάπου ανάμεσα στο ανεπαίσθητο και το ανεπαίσχυντο. Κάποιοι μοιάζει να διάβασαν τον Μαρξ σαν τον θεωρητικό των «jacqueries» (των μεγάλων αγροτικών εξεγέρσεων στη Γαλλία του 14ου αιώνα) και ζητούν, συνεπώς, μια αριστερή απολυταρχία στη θέση της Δεξιάς. Χωρίς την παραμικρή έφεση αποδοχής ισορροπιών, που θα επέτρεπαν να συνυπάρχουμε ως κοινωνία. Και κάποιοι άλλοι, πολύ χειρότερα, μοιάζει να ανέμειξαν τον Χίτλερ με τον συμπαθή ηθοποιό Ρόμπερτ Καρλάιλ, ο οποίος ενσάρκωνε τον δικτάτορα στην ταινία «Η ανατολή του Κακού». Λίγο Γερμανία του 1933-45 και λίγο Χόλιγουντ 2003, λίγο στρατιωτική πειθαρχία και λίγο χουλιγκανισμός, λίγο body building και πολλή ξενοφοβία, και ιδού η ψήφος στη Χρυσή Αυγή. Ομοίως: λίγο Ρωσία του 1917-53 και λίγο Κούβα 1963, λίγο αναρχία και λίγο προσκοπισμός, λίγο διαλεκτική και πολλή άγνοια, και ιδού η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ. Εναν ΣΥΡΙΖΑ που, ενώ βδελύσσεται (δικαίως) τον δικομματισμό, σκοτώνεται να εκλιπαρεί σε συγκυβέρνηση ένα κόμμα που υποστηρίζει τον σταλινικό ολοκληρωτισμό. Για να εφαρμόσουν τι ακριβώς από κοινού; Τη δικτατορία του προλεταριάτου;
Εάν ο Στάλιν είναι «ο ηγέτης που πέτυχε τη μετάβαση από την καπιταλιστική οικονομία στη σοσιαλιστική», όπως κατέληξε το ΚΚΕ σε πρόσφατο συνέδριό του, γιατί ο Χίτλερ να μην είναι ο ηγέτης που έδειξε πώς χαράσσονται ευθείς αυτοκινητόδρομοι; Το ότι στην αφετηρία αυτού που κατέληξε στον σταλινισμό βρίσκονταν τα ιδεώδη του ουμανισμού, ενώ τον ναζισμό τον εμπνέει η αμιγής κτηνωδία, δεν εμπόδισε την πλήρη εξομοίωση σταλινισμού-ναζισμού στα Γκούλαγκ και στα κρεματόρια. Για να συνδράμεις τους αδικημένους ενός συστήματος, πρέπει πρώτα να λογαριάσεις μήπως υπάρχουν ανάμεσά τους και πλήθη απατεώνων, που μέχρι πρόσφατα επωφελούνταν από αυτό το σύστημα. Κι αν οι εξ αστών προερχόμενοι απατεώνες είναι απολύτως καταδικαστέοι, ενώ οι εκ προλεταρίων προερχόμενοι αθωώνονται (επειδή «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»), οι ταξικές διαφορές αποκτούν χροιά φυλετικών διαφορών και η εξομοίωση σταλινισμού-ναζισμού γίνεται ακόμα πιο πλήρης. Εκτός αν το θέμα δεν είναι να περιοριστούν οι μηχανισμοί που γεννούν την αδικία, μα να παρασχεθεί η χαρά της αντεκδίκησης στον λαό κι ευκαιρίες πλουτισμού σε μαυραγορίτες. Μόνο που αυτό δεν λέγεται πρόοδος της κοινωνικής δικαιοσύνης, λέγεται βεντέτα. Να προτιμάς και να εύχεσαι τον Μεγάλο Κατακλυσμό, για να μη συμβιβαστείς με τις αμφισημίες μιας σταδιακής προόδου σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο, σε φέρνει πιο κοντά στον μεσσιανισμό, παρά στον μαρξισμό. Κι ακόμη πιο κοντά στις απόψεις του Καρλ Σμιτ, του λεγόμενου «νομικού του Γ΄ Ράιχ», που ως ισχυρότερο δεσμό στη συγκρότηση μιας κοινωνίας θεωρούσε το πώς αυτή ορίζει τους εχθρούς της. Το επικίνδυνο «αμάρτημα της διπλής σκέψης» –το να αποδέχεσαι ότι μπορεί, εν μέρει, να έχει δίκαιο και ο αντίπαλός σου– ήταν κάτι για το οποίο τιμωρούνταν οι αντίπαλοι του «Μεγάλου Αδελφού» στο «1984».
Η Αριστερά ή είναι δημοκρατική ή δεν είναι Αριστερά. Οσο για τα ατελείωτα παιχνίδια ερμηνειών και παρερμηνειών, μπορούν να παίζονται επ’ άπειρον στον κόσμο της τέχνης. Στον κόσμο της πολιτικής, όμως, οι παρερμηνείες κοστίζουν σε πραγματικούς ανθρώπους – όχι σε λογοτεχνικούς ήρωες.
Πέτρος Μαρτινίδης
http://news.kathimerini.gr