Monday, March 19, 2012
Παρελάσεις και διαμαρτυρία
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Ρόδο συμπυκνώνουν με χαρακτηριστικό τρόπο το επαναλαμβανόμενο μοτίβο: ομάδες αποδοκιμάζουν παρευρισκόμενους πολιτικούς, οι αποδοκιμασίες καταλήγουν σε «επίθεση» με ρίψη αντικειμένων, οι πολιτικοί αποχωρούν. Συχνά οι διαμαρτυρίες προαναγγέλλονται μέσω διαδικτύου και στον αρχικό πυρήνα (που έχει χαρακτηριστικά συντεταγμένης ομάδας) προστίθενται κι άλλοι, καθώς η ασφυκτική συγκυρία αποτελεί τον καλύτερο τροφοδότη της λαϊκής αγανάκτησης. Έχουν πολλά ειπωθεί για τη «διαμαρτυρία των γιαουρτιών» και μάλλον δεν ωφελεί ιδιαίτερα ο «καθεστωτικός» λόγος επίπληξης προς τους διαμαρτυρόμενους. Όμως, χρήσιμες είναι ορισμένες επισημάνσεις.
Ένα σεβαστό τμήμα των «αγανακτισμένων» αναπαράγει το σύνθημα «Αλήτες – προδότες – πολιτικοί». Ελάχιστη γνώση πολιτικής Ιστορίας αρκεί για να αντιληφθούμε την προέλευση του συνθήματος. Ο χαρακτηρισμός «προδότες» αποπνέει ακροδεξιά οσμή που δεν χάνεται, ανεξαρτήτως ποια χείλη ξεστομίζουν το σύνθημα. Αυτό ακριβώς το σημείο αποτελεί μια από τις τραγωδίες της σημερινής Αριστεράς: υποκύπτοντας στην ευκολία του εθνολαϊκιστικού χουλιγκανισμού παίζει με τους όρους εκείνων που βρίσκονται στον ιδεολογικό της αντίποδα. Θεωρεί ότι βάζοντας νερό στο διεθνιστικό της κρασί θα προσελκύσει όσους δονούνται από αισθήματα εθνοφυλετισμού. Στην πραγματικότητα απλώς σύρεται προς το μέρος τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πολιτικός αρχηγός της Αριστεράς που δηλώνει «μάλλον αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι και τόσο Έλληνες». Κλείνει το μάτι σε έναν κόσμο ζηλωτών, μιλάει με κώδικα Τράγκα και ανασύρει την μειωμένη εθνικοφροσύνη. Με λίγα λόγια, σπέρνει ανέμους.
Ταυτόχρονα, η παιδαγωγική της μούντζας ανάγει περίπου σε εμβληματικό τον ρόλο μαθητών που παρελαύνουν με την παλάμη ανοιχτή προς την εξέδρα των επισήμων. Είναι μέρος της ενηλικίωσης οι νέοι να «βγάζουν τη γλώσσα» στους μεγάλους και καμιά ηθικοπλαστική διάθεση δεν αρκεί για να το παραβλέψουμε. Απλώς, ο δεκαεξάχρονος που μουντζώνει την πολιτική ηγεσία είναι σύμβολο της συλλογικής μας ήττας. Όχι τόσο γιατί επιλέγει έναν ακραία ακαλαίσθητο τρόπο αποδοκιμασίας, μα κυρίως γιατί εννοεί να το κάνει εκ του ασφαλούς (με την πεποίθηση και τη διεκδίκηση της ατιμωρησίας) και αδιακρίτως. Και εάν η περσινή πρώτη μούντζα μπορεί να συμβόλιζε την εφηβική οργή, η γενίκευσή της γίνεται τελετουργική καρικατούρα, πιο μπανάλ κι από την ίδια την παρέλαση.
Πολλά από τα παραπάνω τα επισημαίνει και ο κυρίαρχος «αντιλαϊκιστικός» λόγος που καταδικάζει τις «πρακτικές των άκρων». Όμως οι φορείς του οφείλουν ταυτόχρονα να δουν κριτικά την πολιτική που τροφοδότησε το αντισυστημικό περιθώριο. Είναι η ίδια πολιτική που, στο όνομα της εθνικής σωτηρίας, άνοιξε το μεγάλο σαλόνι της κεντρικής πολιτικής σκηνής και υποδέχτηκε τους εκπροσώπους της εθνικιστικής, αντισημιτικής, ρατσιστικής Ακροδεξιάς. Κι εκείνοι άφησαν το τσεκούρι στην είσοδο και φόρεσαν το κουστούμι της συναινετικής υπευθυνότητας χωρίς ποτέ να ανακαλέσουν τις ιδεολογικές τους αναφορές. Το δικομματικό κατεστημένο βαρύνεται ιστορικά με αυτή τη νομιμοποίηση του μεταδικτατορικού χουντισμού. Παράλληλα, η ακροδεξιά ρητορική τείνει να ηγεμονεύσει στο δρόμο. Και έχει ευθύνες γι’ αυτό και η Αριστερά, γιατί θα έπρεπε να τραβάει ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές και να αποστασιοποιείται από πρακτικές που τροφοδοτούν τον τυφλό εθνολαϊκισμό. Αντ’ αυτού, απλόχερα προσφέρει το άλλοθι της λαϊκής διαμαρτυρίας στη διάχυση της χουλιγκανικής βίας. Έτσι όμως σπρώχνει κόσμο στον τυφλό αντισυστημισμό και τον αντικοινοβουλευτισμό από τον οποίο έχει να χάσει κι η ίδια. Χρειάζεται απόδειξη; Στη Ρόδο, αφού οι εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας απομακρύνθηκαν κακήν κακώς, η παρέλαση συνεχίστηκε με την παρουσία εκπροσώπων του στρατού και της εκκλησίας! Κάτι τέτοιο, αν δεν απατά η μνήμη, έχει να συμβεί από την εποχή της δικτατορίας, όταν στρατός και εκκλησία ήταν οι μόνοι «ταγοί του έθνους».
Οι επικείμενες παρελάσεις ευλόγως απασχόλησαν τους αρμόδιους. Επέλεξαν τελικά να τις διοργανώσουν, με αυξημένη παρουσία κυβερνητικών στελεχών και αυστηρή περιφρούρηση. Σεβαστή η απόφαση αλλά σε καμιά περίπτωση δε φανερώνει θάρρος, όπως επιχειρείται να προβληθεί. Το αντίθετο θα έδειχνε τόλμη. Η κυβέρνηση, χωρίς να φοβηθεί τις ιερές κραυγές των εθναμυντόρων, έπρεπε να ανακοινώσει ότι αναστέλλονται οι παρελάσεις, στρατιωτικές και μαθητικές. Θα ρωτήσουν πολλοί: έπρεπε η συντεταγμένη πολιτεία να υποχωρήσει υπό το κράτος του φόβου; Όχι. Έπρεπε με θάρρος να επικαλεστεί τρία επιχειρήματα. Πρώτον, η δημοσιονομική συγκυρία δεν δικαιολογεί τη σπατάλη των παρελάσεων. Δεύτερον, το προαναγγελθέν πανελλαδικό φεστιβάλ αποδοκιμασίας καμιά σχέση δεν έχει με την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Τρίτον, οι παρελάσεις αποτελούν κατάλοιπο άλλων εποχών στο οποίο επιδίδονται κυρίως στρατοκρατικά καθεστώτα και «λαϊκές δημοκρατίες». Τι άλλο χρειαζόταν η κυβέρνηση για να επιλέξει μια σεμνή εκδήλωση πραγματικής τιμής και μνήμης, αντίστοιχη με τα δεδομένα και τις ανάγκες των ημερών;
Κωστής Παπαϊωάννου, 19 Φεβ.2012
Source: http://antiphono.wordpress.com