Wednesday, July 22, 2009

Η ελάσσων κριτική

“Η επίδραση είναι Επιρροή (Influenza) –μια αστρική αρρώστια” (Harold Bloom)

Η αρχιτεκτονική πρακτική ως αρχιτεκτονική κριτική
Η αρχιτεκτονική κριτική και ιστοριογραφική σκέψη μοιάζει να κινούνται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας σε δύο κατευθύνσεις, που συχνά διασταυρώνονται και διεισδύουν η μια στην άλλη: στην κριτική (και συχνά φετιχιστική) αρχειοθέτηση των πηγών και σε ορισμένα ερμηνευτικά σχήματα, τα οποία ως επί το πλείστον αντανακλούν την ιδιοσυγκρασιακή διάθεση του κριτικού ψυχολογισμού. Δεν χρειάζεται ειδική επιχειρηματολογία προκειμένου να αντιληφθεί κανείς κάτι τέτοιο. Αρκεί και η αποσπασματική ανάγνωση της ανθολογίας κειμένων για την ελληνική αρχιτεκτονική που συνέταξε ο Δημήτρης Φιλιππίδης1 για να διακρίνει κανείς αυτές τις διαθλάσεις και τους επαμφοτερισμούς, τις απορίες, τα διλήμματα και τις λοξοδρομήσεις. Η εξιδανίκευση διαδέχεται την “παρανάγνωση”, ή την υποκατάσταση, κι αυτή με τη σειρά της την ερμηνευτική αμηχανία και ούτω καθεξής. Ποιο είναι το συνεκτικό πεδίο εντός του οποίου συντελούνται αυτές οι μεταβολές;
Υποστήριξα κι αλλού ότι κανένα κτίριο δεν αποτελεί απλή εκδήλωση μιας αμιγούς σχεδιαστικής αυτονομίας ή παρθενογένεσης, αλλά επανεγγραφή και κάποτε ασύνειδη οικειοποίηση προγενέστερων ή σύγχρονων εμπειριών. Η εξακρίβωση αυτής της επανεγγραφής και της αναφορικότητας μοιάζει να εκκρεμεί ως η ατελεύτητη απορία της κριτικής. Υπ’ αυτήν την έννοια, κάθε κτίριο αποκτά "νόημα" (αστικό ή οποιοδήποτε άλλο) μόνο σε σχέση με άλλα κτίρια: δηλαδή στο πέρασμα από το εντατόν της μορφής στο εκτατόν της πόλης. Κάθε κτίριο δεν αποτελεί παρά "ανταπόκριση" σε άλλα κτίρια, όπως και ο αρχιτέκτονας "ανταποκρίνεται" σ' έναν άλλο αρχιτέκτονα "ή ένα άτομο στον πατέρα του".2 Ας πούμε ότι όπως η ζωή έτσι και η αρχιτεκτονική τρέφονται από τον διάλογο με τον άλλο: σ' αυτόν τον ενδιάμεσο ζωτικό χώρο ανθεί κάθε είδους δημιουργικότητα κι εκείνο που ο Σεφέρης αντί για “αναφορά” ή “επιρροή” αποκάλεσε "αλληλεγγύη". Κι είναι ακριβώς το σημείο όπου η αρχιτεκτονική πράξη ανάγεται εντέλει σ' ένα είδος εμπράγματης αρχιτεκτονικής κριτικής.
Η επιδημία της ιστορικής “αργοπορίας” (σε σχέση με όσα συμβαίνουν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες) και το σύνδρομο της "επιδρασιοθηρίας" είναι δύο επιπλέον στοιχεία που επικαθόρισαν με συντριπτικό τρόπο την ιστοριογραφία και την κριτική στη χώρα μας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επιχειρήσουμε μια σειρά διορθώσεις και αναθεωρήσεις. Όχι λοιπόν η "αγωνία της επίδρασης" (όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο Harold Bloom), αλλά η υποχονδρία της, η υστερία του ταυτού, η οποία ανταποκρίνεται σ' ένα προκαθορισμένο "ορίζοντα προσδοκίας". Σ’ αυτό το πεδίο η αρχιτεκτονική κριτική εκδήλωσε εκείνο που ο Νίτσε αποκάλεσε κάποτε "θέληση για δύναμη".
Στις μέρες μας η προτεραιότητα της επίδρασης -που άλλοτε παίρνει το χαρακτήρα μιας υπόνοιας αντιγραφής- αποκτά διαστάσεις μανίας. Σχολιάζοντας ένα σύγχρονο κτίριο πάντα έρχεται μια στιγμή που στα χείλη όλων καρφώνεται το ερώτημα: “από πού είναι επηρεασμένο;”, -το οποίο στην εκλεπτυσμένη εκδοχή του διατυπώνετε: “σε πιο διεθνές στιλ ανήκει η αρχιτεκτονική του;” Δεν ισχυρίζομαι πως είναι υποχρεωτικά απαξιωτικό αυτό το ερώτημα• σίγουρα πάντως αποίκισε το φαντασιακό όλων των πολιτισμών που βρέθηκαν μακριά από τα μεγάλα κέντρα της νεωτερικότητας. Έτσι η συζήτηση γι το αν "αντιγράφει", ή "επηρεάζεται", ή "παραπέμπει" κάποιος -η επιλογή των λέξεων γίνεται ανάλογα με την περίσταση και την προκαταβολική συμπάθειά μας- μοιάζει με απόπειρα για να αποφύγουμε το επίκεντρο του προβλήματος. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, το κλονισμένο νόημα και τον διερρηγμένο συνεκτικό ιστό της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κουλτούρας, που σε μας γίνονται φανερά μέσα από τη συνεχή εναλλαγή των ερμηνευτικών μοντέλων.3 Όσο πιο δύσκολο είναι να εντοπίσουμε και να κατονομάσουμε αυτό το νόημα τόσο αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να αντισταθμίσουμε αυτήν την αμηχανία με μία ψυχαναγκαστική αναζήτηση "πρωτοτύπων". Υπ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η κριτική και η ιστορία της αρχιτεκτονικής καθίστανται συχνά μια παρωδία της “αντικειμενικότητας”, μια αλυσίδα εκδοχών ενός περιορισμένου κύκλου “επαγγελματιών” του χώρου.
Η αλληλοδιαδοχή των ερμηνευτικών μοντέλων δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμάμε το ότι η κριτική και η ιστοριογραφία συνιστούν, επίσης, και μια οργάνωση του φαντασιακού, το οποίο σταδιακά τέθηκε σε τροχιά απορύθμισης. Καταγράφοντας τις διεργασίες και τις αντιφάσεις της απώλειας των σταθερών σημείων η κριτική της αρχιτεκτονικής μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι τα νέα σημεία σύγκλισης βρίσκονται παντού. Επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Προς αντιστάθμισμα -ή υπεραναπλήρωση- μιας τέτοιας ανησυχητικής προοπτικής, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δέχεται μια αφόρητη πίεση να θυμίζει κάτι. Σήμερα τα πάντα οφείλουν να μοιάζουν και αυτό αναδεικνύεται σε πρωταρχικό καθήκον της κριτικής. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στον ίλιγγο της φαινομενικότητας τα πάντα οφείλουν να μοιάζουν φαινομενικά. Ό,τι δεν ευθυγραμμίζεται μ' αυτό το μοντέλο θεωρείται "ξεπερασμένο". Υπάρχουν μάλιστα ορισμένα κτίρια, ή ιδέες κτιρίων, που θαρρείς οφείλουν τη φήμη τους στο ερώτημα του κατά πόσον "αντιγράφουν".
Aν είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας δεν έχουμε άλλους τρόπους απ' αυτούς που υπάρχουν ήδη, ο ίλιγγος των παραπομπών κάνει πλέον επισφαλή την ύπαρξη του πρωτότυπου. Όπως έχει ειπωθεί, όταν καθετί παραπέμπει κάπου, τίποτα δεν παραπέμπει πουθενά και το ίδιο το πρωτότυπο εξαφανίζεται, διασπείρεται αδιάφορα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Είναι λοιπόν λανθασμένο και ανυποψίαστο το να αναζητά κανείς σχολαστικά σήμερα ένα "καθαρό" και αδιαφιλονίκητο "μέγα πρότυπο", από το οποίο απορρέει κάθε ιδέα και αξία. Σε μία εποχή μάλιστα όπου η αρχιτεκτονική γίνεται ολοένα και περισσότερο η "ποιητική" του πλαισίου, ή του εαυτού της, η κριτική εξωθείται σ' ένα είδος στοχασμού απέναντι σε μία κριτική που υποβόσκει -και κατά συνέπεια σ’ ένα είδος μεταγλώσσας. Όλα αυτά κάνουν τις διάφορες επιρροές -που θα μπορούσαν να είναι κάτι το αυτονόητο- να αποκτούν στη χώρα μας -κι ανάλογα με την περίσταση- έναν "αποκαλυπτικό" κι ενίοτε υστερόβουλο χαρακτήρα.
Κινούμενη σε αντίθετη κατεύθυνση, η «κριτική του μετα-αποικιοκρατικού λόγου»,4 εστιάζει υποχρεωτικά στη δυνατότητα να “φανταστούμε εκ νέου τον πολιτισμό και τις περιφέρειες του πλανήτη μας” μακριά από τα ιεραρχικά κριτήρια, την “επιστημολογική βία”, τις ταξινομήσεις, τις διακρίσεις, τους αποκλεισμούς και τις απωθήσεις του δυτικού νεωτερικού παραδείγματος. Κάτι τέτοιο μας φέρνει υποχρεωτικά αντιμέτωπους με ένα ερώτημα ταμπού της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, το οποίο ταλαιπωρεί όλες τις ερμηνείες και τις “παρερμηνείες”, χωρίς να ομολογείται ευθέως: Η συμβολή της είναι “πρωτότυπη” ή “δευτερογενής”; Ένα τέτοιο ερώτημα ανακυκλώνετε απ’ όλους όσους ασχολούνται μαζί της και απ’ ότι φαίνεται μετανάστευσε στον καθένα μας δημιουργώντας ένοχη συνείδηση και αισθήματα μειονεξίας. Θέλω να πω ότι όλοι γίναμε το θέατρο αυτής της σύγκρουσης που ροκανίζει όλο το νεώτερο ελληνικό πολιτισμό.

Ένας σκύλος φτιάχνει τη φωλιά του, ένας ποντικός το λαγούμι του
Έπ’ αυτού σχηματοποιήθηκαν δύο αντίπαλα ιδεολογήματα, που πήραν τη μορφή "τάσεων": το ένα εμφανίστηκε ως εκφραστής και θεματοφύλακας της συνέχειας (εθνοκεντρικό): και το άλλο της υποχρεωτικής ασυνέχειας (ασφυκτικά φιλοδυτικό). Κινούμενη σ’ ένα τέτοιο δίπολο η εγχώρια ιστοριογραφία εδραίωσε την πεποίθηση ότι η ελληνική αρχιτεκτονική είναι ένα “ελάσσων” κομμάτι της ευρωπαϊκής. Παρά τις κομψές διατυπώσεις το υπονοούμενο είναι ότι όλες οι “ελληνικές αντανακλάσεις” υπήρξαν ως επί το πλείστον μιμητικές, απαύγασμα “επιδράσεων”, ενώ η περιβόητη “ελληνικότητα” και το θυμικό του τοπίου είναι ελκυστικά στο βαθμό που έχουν αναχωρητικό και αμυντικό χαρακτήρα, λες και πρόκειται για την ιδεώδη “αντιδυτική” θερμοκοιτίδα. Δεν έλειψαν μάλιστα περιπτώσεις όπου δίπλα στις φωτογραφίες του υπό αξιολόγηση κτιρίου δημοσιεύονται -ως επιστημονικά τεκμήρια των επιρροών- φωτογραφίες του πολυπόθητου προτύπου.
Ανάμεσα στις δύο αυτές συμπληγάδες δεν αναπτύχθηκε κάποια θέση που να ελέγχει και τα δύο ακραία ιδεολογήματα. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά όλες τις "ιστορίες" της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής θα δούμε ότι οι "μοντερνιστές" ήρθαν όλοι τους αργά σε σχέση με τα διεθνή προλεγόμενα και οι "παραδοσιακοί" υπέθαλψαν επίμονα την πεποίθηση μιάς διαρκούς κηδείας ενός κόσμου που χάνεται: ότι δηλαδή τόσο η αρχιτεκτονική μας όσο κι εμείς οι ίδιοι, ήμασταν κάτι που δεν μπορούμε πια να είμαστε.
Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 εγκαινιάζετε στην αρχιτεκτονική μας κουλτούρα μία νέα περίοδος ιστορικοκριτικής έρευνας την οποία δεν έχουμε ακόμα αξιολογήσει επαρκώς. Μία νεώτερη γενιά αρχιτεκτόνων και κριτικών -ο διαχωρισμός δεν είναι εφεξής ευδιάκριτος- περιόρισε –έως εξοβελισμού- το ρόλο των “κοσμοθεωρήσεων” και άρχισε να προσεγγίζει το σώμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής με αναθεωρητική διάθεση: περισσότερο μάλλον εμπλουτίζοντας τις ερμηνείες και όχι τόσο -ή τουλάχιστον όχι ακόμη- ανατρέποντας κάποιες εδραιωμένες πεποιθήσεις και αξιολογικά σχήματα. Προς αυτήν την τελευταία κατεύθυνση νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσουμε εφεξής, αναθεωρώντας τις ιεραρχίες των αξιολογήσεων και ενσωματώνοντας στην κριτική πρακτική νέες αποσπασματικές αναγνώσεις που αντλούν από διαφορετικά επιστημολογικά πεδία, την προσεκτική παρατήρηση της καθημερινής ζωής, ψυχαναλυτικές και μετα-στρουκτουραλιστικές εκτροπές, την πραγματογνωμοσύνη της κατοίκησης, τα νέα φαινόμενα της πόλης και του δημόσιου χώρου.
Τίποτα πια δεν μπορούμε να αποκλείουμε από τη στιγμή που όλα τα προηγούμενα συστήματα αξιολόγησης αντικαθίστανται. Οι αναθεωρήσεις αυτές ενισχύονται επίσης από δύο παράλληλες μεταβολές: αφενός τη σταδιακή μετατόπιση από τον αυτοτελή ρόλο των πυρηνικών συστατικών της αρχιτεκτονικής (κτίριο, αρχιτέκτονας, κάτοικος, θεωρία, κριτική υποδοχή) στις μεταξύ τους σχέσεις και διαρροές• και αφετέρου, στην παραδοχή ότι η κριτική, η ιστορία και η θεωρία της αρχιτεκτονικής έχουν “κατασκευαστικό” χαρακτήρα: συνεργούν δηλαδή στη διαμόρφωση της ίδιας της αρχιτεκτονικής. Κι αυτό γιατί αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο τα κτίρια αλλά και οι απόψεις και οι συζητήσεις μας γι αυτά.
Μπορούμε λοιπόν να εξιχνιάσουμε και να συστήσουμε μία γεννεαλογία ενδοαρχιτεκτονικών σχέσεων που θα αποφεύγει τις κακοτοπιές της "επιδρασιοθηρίας" και της "γραμμικότητας"; Ο Gilles Deleuze και ο Felix Guattari5 έχουν γράψει κάτι για τους εκφραστικούς τρόπους που αναπτύσσονται σε μία μικρή χώρα, που στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο: "Μειονοτική γλώσσα" , επισημαίνουν, σημαίνει "συναίρεση" ή μάλλον καλύτερα "ένδοθεν εδραίωση της ελάσσονος χρήσης μιας έστω και μείζονος γλώσσας", και συγχρόνως ένα είδος "μετάθεσης", “πολλαπλού εκτοπισμού”, ή και “παρατοποθέτησης” (displacement) του εξωτερικού του ιστού, που δυσχεραίνει κάθε κωδικοποίηση. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι αυτή η "μετάθεση" και ο “εκτοπισμός” αποτέλεσαν, για κάποιους αρχιτέκτονες από μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, ζωτικό χώρο προσωπικής, όσο και "αλλοιωμένης" σχεδιαστικής βούλησης. Το γεγονός αυτό είναι εκείνο που έκανε τα διάφορα "στυλ του μοντέρνου" να γίνονται αποδεκτά με καθυστέρηση, εμάς να ντρεπόμαστε γι αυτό και τον απόηχό τους να ακούγεται μόλις και μετά βίας σαν αόριστο σχόλιο.
Που βρίσκεται όμως αυτή η "μετάθεση" και ο “εκτοπισμός”; Παντού: οι πιθανές εκδοχές της είναι ατελείωτες. Μπορεί, για παράδειγμα, άλλοτε να πλησιάζει σε μια "ακραία" κι άλλοτε σε μια "συντηρητική" νεωτερικότητα, δίχως να τις φέρνει κοντύτερα. Μπορεί επίσης να βρίσκεται στον αντίποδά ή στις “παραμορφώσεις” τους, χωρίς να αποτελεί μέση περιοχή. Γι αυτό και η άτακτη αλληλουχία "μεταθέσεων" και “εκτοπισμών” μπορεί να αποτελέσει ένα ενδιαφέρον ερμηνευτικό πεδίο που πιστοποιεί τη διαρρηκτή συνέχεια της ελληνικής αρχιτεκτονικής, τον πολυμορφισμό και την ασυνάφεια του τοπίου της.
Όλοι σήμερα μιλούν για επιρροές, όμως ο “εκτοπισμός” και η "μετάθεση" δεν είναι επιρροή. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι η επιρροή σκοτώνει τη "μετάθεση". Όταν ανάγεις ένα κτίριο σ' ένα βολικό και εφησυχαστικό σύστημα επιρροών, όταν περιστέλλεις το νόημα -ή την περιβόητη "αυτονομία" του- σ' οτιδήποτε αυτό σου θυμίζει, τότε εξαλείφεις τους όρους που γέννησαν αυτόν τον "εκτοπισμό" και μοιραία προεξοφλείς τη δευτερογεννή και ιστορικά υποδεέστερη σημασία του. Με δυο λόγια επιβεβαιώνεις την παντοδυναμία των κρατούντων ερμηνευτικών μοντέλων που έχουν την έδρα τους στα ισχυρά πολιτισμικά και οικονομικά μητροπολιτικά κέντρα. Τι αποσιωπά όμως το μανιώδες κυνήγι των επιρροών στις οποίες παραμένει προσκολλημένο το μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας κριτικής; Αποσιωπά το αλλόκοτο συνδυαστικό δαιμόνιο του καθενός και τις μικρές διαφορές που τείνουν να φωλιάσουν στο "μη κατανοητό". Γιατί η “επίδραση” δεν αποτελεί τυφλό καθρέπτη, ούτε μέτρηση κάποιων μορφολογικών δεδομένων αποκομμένων από κάθε ρίζα και ενστικτώδη ή και "άτεχνη" αντίδραση. Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται να αναζητήσουμε είναι αυτές οι μικρές -έστω- διαφορές, οι "μετατοπίσεις", οι “εκτοπισμοί” και οι “παρατοποθετήσεις” που βρίσκονται στη βάση κάθε αρχιτεκτονικού έργου. Ιδού τι θα σήμαινε να δούμε ένα αρχιτεκτονικό έργο σαν μία ενότητα διαφορών, σαν μια εμπειρία κατοίκισης.
Η ένταση του διάφορου διαδραματίζει πάντα έναν καθοριστικό χαρακτήρα. Κάποτε η επιρροή χαρακτηρίστηκε “παραμόρφωση”, η οποία λίγα μόλις χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε “μεταμόρφωση”, σε “οικειοποίηση”, σε “αφομοιωμένη επιρροή”, σε “μετάφραση”, ή “διακειμενικότητα” (παραλληλίζοντας με τον τρόπο του Derrida την αρχιτεκτονική με κείμενο). Η ανισότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους όρους είναι προφανής. Η “παραμόρφωση” ελέγχεται και απορρίπτεται ως λαθραία και στρεβλή, ενώ η “μεταμόρφωση” και η “αφομοιωμένη επιρροή” κρίνονται νόμιμες επειδή διαθέτουν διαφοροποίηση και εμπλουτισμό.
Αν, για παράδειγμα, εστιάσουμε στην εκδοχή της αρχιτεκτονικής “μετάφρασης”, θα διαπιστώσουμε ότι στην κυριολεξία δεν είναι παρά μια “μετά-βαση” (trans-latio) ενός αρχιτεκτονήματος, ή μιας αναγνωρίσιμης σχεδιαστικής γλώσσας, που μας απομακρύνει από τον κλειστό και στατικό καθαγιασμό της αυτονομίας τους. Εξάλλου πρόκειται για το κατεξοχήν έμβλημα της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας. Στο νέο καθολικό περιβάλλον της μετάφρασης και του υπερκειμένου οι μορφές και οι τρόποι κατοίκησης δεν μεταφέρονται με έκπτωση από το πρότυπο, αλλά διαθέτουν δικά τους χαρακτηριστικά και συμφραζόμενα. “Μετάφραση είναι η μετάβαση μιας γλώσσας σε μια άλλη μέσα από μια συνέχεια μετασχηματισμών”, μας βοηθά ο Walter Benjamin. Εκείνο λοιπόν που μετράει και καλούμαστε να επανεξετάσουμε είναι ακριβώς αυτοί οι “συνεχείς χώροι μετασχηματισμού και όχι τα αφηρημένα πεδία ισοπέδωσης και ομοιομορφίας”.6
Ο Gilles Deleuze και ο Fιlix Guattari έγραψαν ότι σε κάθε “ελάσσονα” δημιουργικότητα, δηλαδή στις πολιτιστικές πρακτικές μιας μικρής χώρας, “όλα προσλαμβάνουν μια συλλογική αξία. Πράγματι, επειδή τα ταλέντα δεν αφθονούν δεν προσφέρονται οι συνθήκες για μια εξατομικευένη έκφραση, που θα μπορούσε να διαχωριστεί…από τη συλλογική έκφραση. Αυτή η σπάνις είναι ευεργετική.”7
Ήρθε λοιπόν άραγε η ώρα η ελληνική αρχιτεκτονική και η κριτική να ασκηθούν σ’ αυτόν τον “τρόπο”; στο “πέρασμα από το εξατομικευμένο ζώο στην συλλογική πολλαπλότητα”. Μια κατάσταση όπου κάθε αρχιτέκτονας όπως και κάθε κριτικός θα εκδηλώσουν τη δημιουργική τους συμπεριφορά “όπως ένας σκύλος φτιάχνει τη φωλιά του, ή ένας ποντικός το λαγούμι του:…βρίσκοντας σημεία μη πολιτισμού και υπανάπτυξης, το δικό τους τρίτο κόσμο, δια των οποίων διαφεύγει μια γλώσσα, ένα ζώο γραπώνεται, μια συναρμογή είναι γεγονός”. Αν μέχρι σήμερα όλα τα στυλ κι όλα τα είδη είχαν “ένα μόνο όνειρο: να κάνουν μια μείζονα χρήση της γλώσσας…Το ζήτημα είναι να κάνουμε το αντίθετο: να δημιουργήσουμε ένα ελάσσων γίγνεσθαι.”

Κειμενο:Γιώργος Τζιρτζιλάκης/Yorgos Tzirtzilakis
Πηγή: Περιοδικό Αρχιτέκτονες, 2007


1. Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής, 1927-2002, Αθήνα 2007.
2. H. Bloom, A Map of Misreading, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, 1975, σ. 18 και του ίδιου, Η αγωνία της επίδρασης, Μία θεωρία για την ποίηση, εισαγωγή, μτφρ., σημειώσεις Δ. Δημηρούλης, Αθήνα 1989, σ. 24.
3. Η νεωτερικότητα ανέδειξε τον ίλιγγο των ερμηνευτικών μοντέλων καταστατική συνθήκη. Μια πειστική απόδειξη αυτής της υπόθεσης μπορούμε να εξακριβώσουμε στο διεισδυτικό εγχείρημα του Π. Τουρνικιώτη Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Αθήνα, 2005): «Η ιστορία της αρχιτεκτονικής είναι γραμμένη ανάποδα», υποστηρίζει ο Τουρνικιώτης: «έχει δηλαδή ως αφετηρία της το παρόν και προβάλλει τις αντιλήψεις και τις κοσμοθεωρίες της στο παρελθόν». Δηλητηριασμένη από την απειλή της προσωρινότητας, η σύγχρονη ιστοριογραφία ανθίστανται, επιμένοντας στη συνείδηση των ορίων της. Αυτή είναι η αρετή και συνάμα το όριο της. Η υποψία μιας «αντίστροφης αντανάκλασης του επιλόγου» -που τόσο γοητεύει τον συγγραφέα- επιβεβαιώνεται ακόμη μι αφορά: Όσο χάνουμε την αίσθηση της εμπειρίας της ιστορίας και της κριτικής, γράφοντας «ανάποδα», τόσο το υλικό τους συσσωρεύεται σαν αντιστάθμισμα, ή υπεραναπλήρωση.
4. G. C. Spivak, Critica della ragione postcoloniale. Verso una storia del presente in dissolvezza (1999), επιμ. P. Calafato, ιταλ. μτφρ. Α. D’Ottavio, Ρώμη 2005. Βλ. επίσης και H. K. Bhabha, I luoghi della cultura (2001), ιταλ. μτφρ. A. Perri, Ρώμη 2001.
5. 4. G. Deleuze, F. Guattari, Κάφκα -Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Αθήνα 1998, σ. 53-54 κ.ά. Σημειώνω εδώ ότι ο Δ. Δημηρούλης μεταφράζει το displacement ως “παρατοποθέτηση” (βλ. H. Bloom, ό.π., σ. 125 και 198)
6. W. Benjamin, “Sulla lingua in generale e sulla lingua dell uomo” (1923), στο Angelus Novus, ιταλ. μτφρ. R. Solmi, Τορίνο 1976, σ. 64.
7. G. Deleuze, F. Guattari, ό.π., σ. 49, 81.