Η κατάδυση στην κρίση είναι σαν ν’ αλλάζεις φιδόδερμα, επώδυνα μα λυτρωτικά στο τέλος ― αν αντέξεις θα βγεις άλλος. Σαν να βουλιάζεις στη λάσπη ενός βάλτου, κατά τόπους ευεργετικού και κατά τόπους δηλητηριώδους· άλλοι θα ωφεληθούν κι άλλοι θα πνιγούν με πόνους. Σε κάθε περίπτωση, όσο βρίσκεσαι μες στην αδήριτη τελετουργία, υποφέρεις· κυρίως διότι η κρίση είναι ασυνέχεια, διαταραχή, ρήξη. Είναι αγωνία. Χάνεις το μέλλον απ’ τα μάτια σου, αποκόπτεσαι απ’ το παρελθόν, σπαρταράς μες στο διεσταλμένο παρόν. Αμφιβάλλεις για το ποιος είσαι: αφού σου αφαιρείται η δυνατότητα να ελέγχεις, ιχνογραφικά έστω, ένα στοιχειώδες μέλλον. Η κρίση, καθώς σε ξεριζώνει από τα ειωθότα, καθώς σου αμφισβητεί γνώσεις, συνήθειες και βεβαιότητες, στο τέλος σε αποκολλά από τον εαυτό σου, προκαλεί σχάση στον ίδιο τον πυρήνα του προσώπου· η κρίση βιώνεται εντέλει σαν κρίση ταυτότητας υπαρξιακή.
Μια όψη αυτής της κρίσης, ίσως όχι η πιο βαρύνουσα, αλλά η πιο φανερή στα δημόσια λόγια: η κρίση εθνικής και ταξικής ταυτότητας. Τις βάζω μαζί, γιατί κατά κάποιο τρόπο στα χρόνια της ευμάρειας, οι δυο ταυτότητες θάμπωναν και άλλαζαν ταυτόχρονα. Η απομάκρυνση από την αγροτοποιμενική και εργατική καταγωγή, η άνοδος προς τη μικρομεσαία αστικοποίηση, βιώθηκε ενδόμυχα ως απομάκρυνση από την ανατολική και βαλκάνια σβουνιά· το βρετανικό master’s μονοετούς ή το αμερικανικό κολέγιο ανατολικής ακτής ήταν μυητήριο για το λάμπον αλτάρι της Δύσεως, όπως ακριβώς το ευρωνόμισμα και το ευρωδιαβατήριο. Ολα έχτιζαν τη νέα ταυτότητα, καθαρμένη από σβουνιές καταγωγής και γεωανθρωπολογικά μεταίχμια. Μετά τον Φαλμεράιερ, η νεοελληνική ευδαιμονία ξαπόστελνε και τον Χάντιγκτον αδιάβαστο.
Το ολυμπιακό και ποδοσφαιρικό 2004 ήταν η παροξυσμική μεταμόρφωση της χρυσαλίδας, και η κορύφωση της ανιστορικής φενάκης. Γιάννα και Ζαγοράκης συνέθεταν αξεδιάλυτα το νέο ρίζωμα, θεμελιωμένο πάνω σε real estate μέθη, διακοποδάνεια, SUV, χρυσά malls, μεταμοντέρνα ιβέντς με ΔΕΚΟ χορηγίες, στρατιές άεργων πολυπτυχιούχων, νεοφιλελέ δοξασίες κρατικοδίαιτων, και άφθονο spleen υποκάτω του λαντόζ.
Κι ύστερα, ήρθε η παρακμή της Δύσεως. Η κρίση, σαν διαρκής καταιγίδα, ξεβάφει το πετσί του χλιδέλληνα, ακυρώνει το σήμα του iPhone, πνίγει τα γκρίκλις. Το σφοδρότερο πλήγμα: οι ξένοι μάς χλευάζουν, μας καταφρονούν, δεν μας αναγνωρίζουν, κανείς δεν θέλει να μοιάσει στον κακομοίρη· άρα: δεν θέλω πια τέτοια πατρίδα της ντροπής, αυτή την άθλια καταγωγή.
Σε ανύποπτο χρόνο, ο Νίκος Κ. μού είχε υποδείξει μια μεγαλοφυή διαπίστωση του Μπάιρον, πώς είδε τους Ελληνες το 1824, δυο-τρεις μήνες πριν πεθάνει στο Μεσολόγγι. Εχει προσφέρει τα χρήματά του, το πνεύμα του, όλο τον εαυτό του. Τον κλέβουν και τον εξαπατούν μπρος στα μάτια του. Αλλά ο μέγας ρομαντικός βλέπει τον κόσμο με ενόραση, βαθιά, ιστορικά. Το χρειαζόμαστε αυτό το βλέμμα σήμερα, για να ξεκολλήσουμε απ’ τη λάσπη της αυτοεκμηδένισης:
«Και τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πως ο τόπος αυτός δεν είναι πλέον η αρχαία Ελλάδα. Είναι και υπήρξε επί αιώνες η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντίου. Το αληθινό Βυζάντιο δεν είναι πια δοξασμένο, ούτε κραταιό και ούτε καν βυζαντινό, και η σύγχρονη Ελλάδα είναι απλώς μια θλιβερή και άθλια ηχώ ενός νεκρού Βυζαντίου.
» Έτσι είναι; Ή μήπως υπάρχει ακόμη, κρυμμένη, μια Ελλάδα πιο βαθιά, όπως υποστήριζε ο Άλεξ [Μαυροκορδάτος]; Παρ’ όλη την ανία και την απογοήτευσή μου, η θέα της Ελλάδας έχει ακόμη επιρροή πάνω μου ― αλλά μια επιρροή πιο σκοτεινή και πιο ύπουλη απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Τα αρχαία ονόματα, Αγαμέμνων και Αλκιβιάδης, τώρα πια δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα. Στο μυαλό μου αντηχούν τώρα ονόματα όπως Πέτρος, Γιάννης και Αριστόβουλος. Νιώθω να έχω ρουφηχτεί μέσα σε μια Ελλάδα βαθύτερη και άγνωστη, να έχω μεταμορφωθεί σε έναν Έλληνα θλιμμένο και αισθησιακό, με κατιτί βαρβαρικό. Αρχίζει να κυλάει μέσα μου μια φρικαλέα ελληνική διττότητα. Η Ελλάδα του Περικλή είναι νεκρή, αλλά η Ελλάδα του Οδυσσέα είναι ακόμα ζωντανή, με τη μυρωδιά της από αλμυρό ψάρι, ρετσινωμένο κρασί και βαμμένο πετσί. Συλλαμβάνω το χνότο μιας Ελλάδας ακόμη αρχαιότερης, προαθηναϊκής, στη μυρωδιά του καμένου λαδιού και των φρεσκοσφαγμένων κατσικιών, των πλοίων που μόλις έφτασαν από την Ιθάκη και των ναυτών που στάζουν ιδρώτα καθώς σέρνουν τα πλεούμενά τους στη μακριά κόκκινη παραλία. […]